1Thou shalt not raise a false report: put not thine hand with the wicked to be an unrighteous witness.
1[] Δεν θελεις διαδωσει ψευδη φημην· δεν θελεις συμφωνησει μετα του αδικου δια να γεινης ψευδομαρτυς.
2Thou shalt not follow a multitude to do evil; neither shalt thou speak in a cause to decline after many to wrest judgment:
2Δεν θελεις ακολουθησει τους πολλους επι κακω· ουδε θελεις ομιλησει εν κρισολογια, ωστε να κλινης κατοπιν πολλων δια να διαστρεψης κρισιν·
3Neither shalt thou countenance a poor man in his cause.
3ουδε θελεις αποβλεψει εις προσωπον πτωχου εν τη κρισει αυτου.
4If thou meet thine enemy's ox or his ass going astray, thou shalt surely bring it back to him again.
4Εαν απαντησης τον βουν του εχθρου σου η τον ονον αυτου πλανωμενον, θελεις εξαπαντος επιστρεψει αυτον προς αυτον.
5If thou see the ass of him that hateth thee lying under his burden, and wouldest forbear to help him, thou shalt surely help with him.
5Εαν ιδης τον ονον του μισουντος σε πεπτωκοτα υπο το φορτιον αυτου και ηθελες αποφυγει να βοηθησης αυτον, εξαπαντος θελεις συμβοηθησει αυτον.
6Thou shalt not wrest the judgment of thy poor in his cause.
6Δεν θελεις διαστρεψει το δικαιον του πενητος σου εν τη κρισει αυτου.
7Keep thee far from a false matter; and the innocent and righteous slay thou not: for I will not justify the wicked.
7Απεχε απο αδικου υποθεσεως· και μη γεινης αιτια να θανατωθη ο αθωος και ο δικαιος· διοτι εγω δεν θελω δικαιωσει τον ασεβη.
8And thou shalt take no gift: for the gift blindeth the wise, and perverteth the words of the righteous.
8Και δωρα δεν θελεις λαβει· διοτι τα δωρα τυφλονουσι και τους σοφους, και διαστρεφουσι τους λογους των δικαιων.
9Also thou shalt not oppress a stranger: for ye know the heart of a stranger, seeing ye were strangers in the land of Egypt.
9Και ξενον δεν θελεις καταδυναστευσει διοτι σεις γνωριζετε την ψυχην του ξενου, επειδη ξενοι εσταθητε εν τη γη της Αιγυπτου.
10And six years thou shalt sow thy land, and shalt gather in the fruits thereof:
10[] Και εξ ετη θελεις σπειρει την γην σου και θελεις συναγει τα γεννηματα αυτης·
11But the seventh year thou shalt let it rest and lie still; that the poor of thy people may eat: and what they leave the beasts of the field shall eat. In like manner thou shalt deal with thy vineyard, and with thy oliveyard.
11το δε εβδομον θελεις αφησει αυτην να αναπαυθη και να μενη αργη, δια να τρωγωσιν οι πτωχοι του λαου σου· και το εναπολειφθεν αυτων ας τρωγωσι τα ζωα του αγρου. Ουτω θελεις καμει δια τον αμπελωνα σου και δια τον ελαιωνα σου.
12Six days thou shalt do thy work, and on the seventh day thou shalt rest: that thine ox and thine ass may rest, and the son of thy handmaid, and the stranger, may be refreshed.
12Εξ ημερας θελεις καμνει τας εργασιας σου· την δε εβδομην ημεραν θελεις αναπαυεσθαι, δια να αναπαυθη ο βους σου και ο οινος σου και να λαβη αναψυχην ο υιος της δουλης σου και ο ξενος.
13And in all things that I have said unto you be circumspect: and make no mention of the name of other gods, neither let it be heard out of thy mouth.
13Και εις παντα οσα ελαλησα προς εσας, θελετε προσεξει· και ονομα αλλων θεων δεν θελετε αναφερει, ουδε θελει ακουσθη εκ του στοματος σου.
14Three times thou shalt keep a feast unto me in the year.
14Τρις του ενιαυτου θελεις καμνει εορτην εις εμε.
15Thou shalt keep the feast of unleavened bread: (thou shalt eat unleavened bread seven days, as I commanded thee, in the time appointed of the month Abib; for in it thou camest out from Egypt: and none shall appear before me empty:)
15Θελεις φυλαττει την εορτην των αζυμων· επτα ημερας θελεις τρωγει αζυμα, καθως προσεταξα εις σε, κατα τον διωρισμενον καιρον του μηνος Αβιβ· διοτι εν τουτω εξηλθες εξ Αιγυπτου· και ουδεις θελει φανη ενωπιον μου κενος·
16And the feast of harvest, the firstfruits of thy labors, which thou hast sown in the field: and the feast of ingathering, which is in the end of the year, when thou hast gathered in thy labors out of the field.
16και την εορτην του θερισμου, των πρωτογεννηματων των κοπων σου, τα οποια εσπειρας εις τον αγρον· και την εορτην της συγκομιδης των καρπων, εις το τελος του ενιαυτου, αφου συναξης τους καρπους σου εκ του αγρου.
17Three items in the year all thy males shall appear before the LORD God.
17Τρις του ενιαυτου θελει εμφανιζεσθαι παν αρσενικον σου ενωπιον Κυριου του Θεου.
18Thou shalt not offer the blood of my sacrifice with leavened bread; neither shall the fat of my sacrifice remain until the morning.
18Δεν θελεις προσφερει το αιμα της θυσιας μου με αρτον ενζυμον· ουδε θελει μενει το παχος της εορτης μου εως πρωι.
19The first of the firstfruits of thy land thou shalt bring into the house of the LORD thy God. Thou shalt not seethe a kid in his mother's milk.
19Τας απαρχας των πρωτογεννηματων της γης σου θελεις φερει εις τον οικον Κυριου του Θεου σου. Δεν θελεις ψησει εριφιον εν τω γαλακτι της μητρος αυτου.
20Behold, I send an Angel before thee, to keep thee in the way, and to bring thee into the place which I have prepared.
20[] Ιδου, εγω αποστελλω αγγελον εμπροσθεν σου δια να σε φυλαττη εν τη οδω, και να σε φερη εις τον τοπον τον οποιον προητοιμασα·
21Beware of him, and obey his voice, provoke him not; for he will not pardon your transgressions: for my name is in him.
21φοβου αυτον, και υπακουε εις την φωνην αυτου· μη παροργισης αυτον· διοτι δεν θελει συγχωρησει τας παραβασεις σας· επειδη το ονομα μου ειναι εν αυτω.
22But if thou shalt indeed obey his voice, and do all that I speak; then I will be an enemy unto thine enemies, and an adversary unto thine adversaries.
22Εαν ομως προσεχης να υπακουης εις την φωνην αυτου και πραττης παντα οσα λεγω, τοτε εγω θελω εισθαι εχθρος των εχθρων σου και εναντιος των εναντιων σου.
23For mine Angel shall go before thee, and bring thee in unto the Amorites, and the Hittites, and the Perizzites, and the Canaanites, the Hivites, and the Jebusites: and I will cut them off.
23Διοτι ο αγγελος μου θελει προπορευσθαι εμπροσθεν σου, και θελει σε εισαγαγει εις τους Αμορραιους και Χετταιους και Φερεζαιους και Χαναναιους, Ευαιους και Ιεβουσαιους· και θελω εξολοθρευσει αυτους.
24Thou shalt not bow down to their gods, nor serve them, nor do after their works: but thou shalt utterly overthrow them, and quite break down their images.
24Δεν θελεις προσκυνησει τους θεους αυτων, ουδε θελεις λατρευσει αυτους, ουδε θελεις πραξει κατα τα εργα εκεινων· αλλα θελεις εξολοθρευσει αυτους, και θελεις κατασυντριψει τα ειδωλα αυτων.
25And ye shall serve the LORD your God, and he shall bless thy bread, and thy water; and I will take sickness away from the midst of thee.
25Και θελετε λατρευει Κυριον τον Θεον σας, και αυτος θελει ευλογει τον αρτον σου, και το υδωρ σου· και θελω απομακρυνει πασαν νοσον εκ μεσου σου·
26There shall nothing cast their young, nor be barren, in thy land: the number of thy days I will fulfil.
26και δεν θελει εισθαι αγονος και στειρα επι της γης σου· τον αριθμον των ημερων σου θελω καμει πληρη.
27I will send my fear before thee, and will destroy all the people to whom thou shalt come, and I will make all thine enemies turn their backs unto thee.
27τον φοβον μου θελει στειλει εμπροσθεν σου και θελω καταστρεψει παντα λαον επι τον οποιον ερχεσαι και θελω καμει παντας τους εχθρους σου να στρεψωσι τα νωτα εις σε·
28And I will send hornets before thee, which shall drive out the Hivite, the Canaanite, and the Hittite, from before thee.
28και θελω στειλει εμπροσθεν σου σφηκας, και θελουσιν εκδιωξει τους Ευαιους, τους Χαναναιους και τους Χετταιους απ' εμπροσθεν σου.
29I will not drive them out from before thee in one year; lest the land become desolate, and the beast of the field multiply against thee.
29Δεν θελω εκδιωξει αυτους απ' εμπροσθεν σου εις εν ετος, δια να μη γεινη ερημος η γη και πληθυνθωσι τα θηρια του αγρου εναντιον σου·
30By little and little I will drive them out from before thee, until thou be increased, and inherit the land.
30ολιγον κατ' ολιγον θελω εκδιωξει αυτους απ' εμπροσθεν σου, εωσου αυξηθης και κυριευσης την γην.
31And I will set thy bounds from the Red sea even unto the sea of the Philistines, and from the desert unto the river: for I will deliver the inhabitants of the land into your hand; and thou shalt drive them out before thee.
31Και θελω θεσει τα ορια σου απο της Ερυθρας θαλασσης μεχρι της θαλασσης των Φιλισταιων, και απο της ερημου μεχρι του ποταμου· διοτι εις τας χειρας υμων θελω παραδωσει τους κατοικους του τοπου, και θελεις εκδιωξει αυτους απ' εμπροσθεν σου.
32Thou shalt make no covenant with them, nor with their gods.
32Δεν θελεις καμει μετ' αυτων, ουδε μετα των θεων αυτων, συνθηκην·
33They shall not dwell in thy land, lest they make thee sin against me: for if thou serve their gods, it will surely be a snare unto thee.
33δεν θελουσι κατοικει εν τη γη σου, δια να μη σε καμωσι να αμαρτησης εις εμε· διοτι αν λατρευσης τους θεους αυτων, τουτο θελει εξαπαντος εισθαι παγις εις σε.