1And Adam knew Eve his wife; and she conceived, and bare Cain, and said, I have gotten a man from the LORD.
1[] Ο δε Αδαμ εγνωρισεν Ευαν την γυναικα αυτου· και συνελαβε, και εγεννησε τον Καιν· και ειπεν, Απεκτησα ανθρωπον δια του Κυριου.
2And she again bare his brother Abel. And Abel was a keeper of sheep, but Cain was a tiller of the ground.
2Και προσετι εγεννησε τον αδελφον αυτου τον Αβελ. Και ητο ο Αβελ ποιμην προβατων, ο δε Καιν ητο γεωργος.
3And in process of time it came to pass, that Cain brought of the fruit of the ground an offering unto the LORD.
3[] Και μεθ' ημερας προσεφερεν ο Καιν απο των καρπων της γης προσφοραν προς τον Κυριον.
4And Abel, he also brought of the firstlings of his flock and of the fat thereof. And the LORD had respect unto Abel and to his offering:
4Και ο Αβελ προσεφερε και αυτος απο των πρωτοτοκων των προβατων αυτου, και απο των στεατων αυτων. Και επεβλεψε με ευμενειαν Κυριος επι τον Αβελ και επι την προσφοραν αυτου·
5But unto Cain and to his offering he had not respect. And Cain was very wroth, and his countenance fell.
5επι δε τον Καιν και επι την προσφοραν αυτου δεν επεβλεψε. Και ηγανακτησεν ο Καιν σφοδρα, και εκατηφιασε το προσωπον αυτου
6And the LORD said unto Cain, Why art thou wroth? and why is thy countenance fallen?
6[] Και ειπε Κυριος προς τον Καιν, Δια τι ηγανακτησας; και δια τι εκατηφιασε το προσωπον σου;
7If thou doest well, shalt thou not be accepted? and if thou doest not well, sin lieth at the door. And unto thee shall be his desire, and thou shalt rule over him.
7αν συ πραττης καλως, δεν θελεις εισθαι ευπροσδεκτος; και εαν δεν πραττης καλως, εις την θυραν κειται η αμαρτια. Αλλ' εις σε θελει εισθαι η επιθυμια αυτου, και συ θελεις εξουσιαζει επ' αυτου.
8And Cain talked with Abel his brother: and it came to pass, when they were in the field, that Cain rose up against Abel his brother, and slew him.
8[] Και ειπεν ο Καιν προς Αβελ τον αδελφον αυτου, Ας υπαγωμεν εις την πεδιαδα· και ενω ησαν εν τη πεδιαδι, σηκωθεις ο Καιν κατα του αδελφου αυτου Αβελ εφονευσεν αυτον.
9And the LORD said unto Cain, Where is Abel thy brother? And he said, I know not: Am I my brother's keeper?
9[] Και ειπε Κυριος προς τον Καιν, Που ειναι Αβελ ο αδελφος σου; Ο δε ειπε, Δεν εξευρω· μη φυλαξ του αδελφου μου ειμαι εγω;
10And he said, What hast thou done? the voice of thy brother's blood crieth unto me from the ground.
10Και ειπεν ο Θεος, Τι εκαμες; η φωνη του αιματος του αδελφου σου βοα προς εμε εκ της γης·
11And now art thou cursed from the earth, which hath opened her mouth to receive thy brother's blood from thy hand;
11και τωρα επικαταρατος να ησαι απο της γης, ητις ηνοιξε το στομα αυτης δια να δεχθη το αιμα του αδελφου σου εκ της χειρος σου·
12When thou tillest the ground, it shall not henceforth yield unto thee her strength; a fugitive and a vagabond shalt thou be in the earth.
12οταν εργαζησαι την γην, δεν θελει εις το εξης σοι δωσει τον καρπον αυτης· πλανητης και φυγας θελεις εισθαι επι της γης.
13And Cain said unto the LORD, My punishment is greater than I can bear.
13[] Και ειπεν ο Καιν προς τον Κυριον, Η αμαρτια μου ειναι μεγαλητερα παρ' ωστε να συγχωρηθη·
14Behold, thou hast driven me out this day from the face of the earth; and from thy face shall I be hid; and I shall be a fugitive and a vagabond in the earth; and it shall come to pass, that every one that findeth me shall slay me.
14ιδου, με διωκεις σημερον απο προσωπου της γης, και απο του προσωπου σου θελω κρυφθη, και θελω εισθαι πλανητης και φυγας επι της γης· και πας οστις με ευρη, θελει με φονευσει.
15And the LORD said unto him, Therefore whosoever slayeth Cain, vengeance shall be taken on him sevenfold. And the LORD set a mark upon Cain, lest any finding him should kill him.
15Ειπε δε προς αυτον ο Κυριος, δια τουτο, πας οστις φονευση τον Καιν, επταπλασιως θελει τιμωρηθη. Και εβαλεν ο Κυριος σημειον εις τον Καιν, δια να μη φονευση αυτον πας οστις ευρη αυτον.
16And Cain went out from the presence of the LORD, and dwelt in the land of Nod, on the east of Eden.
16[] Και εξηλθεν ο Καιν απο προσωπου του Κυριου, και κατωκησεν εν τη γη Νωδ, προς ανατολας της Εδεμ.
17And Cain knew his wife; and she conceived, and bare Enoch: and he builded a city, and called the name of the city, after the name of his son, Enoch.
17Εγνωρισε δε ο Καιν την γυναικα αυτου, και συνελαβε, και εγεννησε τον Ενωχ· εκτισε δε πολιν, και εκαλεσε το ονομα της πολεως κατα το ονομα του υιου αυτου, Ενωχ.
18And unto Enoch was born Irad: and Irad begat Mehujael: and Mehujael begat Methusael: and Methusael begat Lamech.
18Εγεννηθη δε εις τον Ενωχ ο Ιραδ· και Ιραδ εγεννησε τον Μεχουιαηλ· και Μεχουιαηλ εγεννησε τον Μεθουσαηλ· και Μεθουσαηλ εγεννησε τον Λαμεχ.
19And Lamech took unto him two wives: the name of the one was Adah, and the name of the other Zillah.
19[] Και ελαβεν εις εαυτον ο Λαμεχ δυο γυναικας· το ονομα της μιας, Αδα, και το ονομα της αλλης, Σιλλα.
20And Adah bare Jabal: he was the father of such as dwell in tents, and of such as have cattle.
20Και εγεννησεν η Αδα τον Ιαβαλ· ουτος ητο πατηρ των κατοικουντων εν σκηναις και τρεφοντων κτηνη.
21And his brother's name was Jubal: he was the father of all such as handle the harp and organ.
21Και το ονομα του αδελφου αυτου ητο Ιουβαλ· ουτος ητο πατηρ παντων των παιζοντων κιθαραν και αυλον.
22And Zillah, she also bare Tubalcain, an instructer of every artificer in brass and iron: and the sister of Tubalcain was Naamah.
22Η Σιλλα δε και αυτη εγεννησε τον Θουβαλ-καιν, χαλκεα παντος εργαλειου χαλκου και σιδηρου· αδελφη δε του Θουβαλ-καιν ητο η Νααμα.
23And Lamech said unto his wives, Adah and Zillah, Hear my voice; ye wives of Lamech, hearken unto my speech: for I have slain a man to my wounding, and a young man to my hurt.
23[] Και ειπεν ο Λαμεχ προς τας γυναικας εαυτου, Αδα και Σιλλα, Ακουσατε την φωνην μου· γυναικες του Λαμεχ, ακροασθητε τους λογους μου· επειδη ανδρα εφονευσα εις πληγην μου· και νεον εις μαστιγα μου·
24If Cain shall be avenged sevenfold, truly Lamech seventy and sevenfold.
24διοτι ο μεν Καιν επταπλασιως θελει εκδικηθη· ο δε Λαμεχ εβδομηκοντακις επτα.
25And Adam knew his wife again; and she bare a son, and called his name Seth: For God, said she, hath appointed me another seed instead of Abel, whom Cain slew.
25[] Εγνωρισε δε παλιν ο Αδαμ την γυναικα αυτου, και εγεννησεν υιον, και εκαλεσε το ονομα αυτου Σηθ, λεγουσα, Οτι εδωκεν εις εμε ο Θεος αλλο σπερμα αντι του Αβελ, τον οποιον εφονευσεν ο Καιν.
26And to Seth, to him also there was born a son; and he called his name Enos: then began men to call upon the name of the LORD.
26Και εις τον Σηθ ομοιως εγεννηθη υιος· και εκαλεσε το ονομα αυτου Ενως. Τοτε εγεινεν αρχη να ονομαζωνται με το ονομα του Κυριου.