1Behold my servant, whom I uphold; mine elect, in whom my soul delighteth; I have put my spirit upon him: he shall bring forth judgment to the Gentiles.
1[] Ιδου, ο δουλος μου, τον οποιον υπεστηριξα· ο εκλεκτος μου, εις τον οποιον η ψυχη μου ευηρεστηθη· εθεσα το πνευμα μου επ' αυτον· θελει εξαγγειλει κρισιν εις τα εθνη.
2He shall not cry, nor lift up, nor cause his voice to be heard in the street.
2Δεν θελει φωναξει ουδε θελει ανακραξει ουδε θελει καμει την φωνην αυτου να ακουσθη εν ταις οδοις.
3A bruised reed shall he not break, and the smoking flax shall he not quench: he shall bring forth judgment unto truth.
3Καλαμον συντεθλασμενον δεν θελει συντριψει και λιναριον καπνιζον δεν θελει σβυσει· θελει εκφερει κρισιν εν αληθεια.
4He shall not fail nor be discouraged, till he have set judgment in the earth: and the isles shall wait for his law.
4Δεν θελει εκλιπει ουδε θελει μικροψυχησει, εωσου βαλη κρισιν εν τη γη· και αι νησοι θελουσι προσμενει τον νομον αυτου.
5Thus saith God the LORD, he that created the heavens, and stretched them out; he that spread forth the earth, and that which cometh out of it; he that giveth breath unto the people upon it, and spirit to them that walk therein:
5[] Ουτω λεγει ο Θεος ο Κυριος, ο ποιησας τους ουρανους και εκτεινας αυτους· ο στερεωσας την γην και τα γεννωμενα εξ αυτης· ο διδους πνοην εις τον λαον τον επ' αυτης και πνευμα εις τους περιπατουντας επ' αυτης·
6I the LORD have called thee in righteousness, and will hold thine hand, and will keep thee, and give thee for a covenant of the people, for a light of the Gentiles;
6Εγω ο Κυριος σε εκαλεσα εν δικαιοσυνη, και θελω κρατει την χειρα σου και θελω σε φυλαττει και θελω σε καταστησει διαθηκην του λαου, φως των εθνων·
7To open the blind eyes, to bring out the prisoners from the prison, and them that sit in darkness out of the prison house.
7δια να ανοιξης τους οφθαλμους των τυφλων, να εκβαλης τους δεσμιους εκ των δεσμων, τους καθημενους εν σκοτει εκ του οικου της φυλακης.
8I am the LORD: that is my name: and my glory will I not give to another, neither my praise to graven images.
8Εγω ειμαι ο Κυριος· τουτο ειναι το ονομα μου· και δεν θελω δωσει την δοξαν μου εις αλλον ουδε την αινεσιν μου εις τα γλυπτα.
9Behold, the former things are come to pass, and new things do I declare: before they spring forth I tell you of them.
9Ιδου, ηλθον τα απ' αρχης· και εγω αναγγελλω νεα πραγματα· πριν εκφυωσι, λαλω περι αυτων εις εσας.
10Sing unto the LORD a new song, and his praise from the end of the earth, ye that go down to the sea, and all that is therein; the isles, and the inhabitants thereof.
10Ψαλλετε εις τον Κυριον ασμα νεον, την δοξαν αυτου εκ των ακρων της γης, σεις οι καταβαινοντες εις την θαλασσαν και παντα τα εν αυτη· αι νησοι και οι κατοικουντες αυτας.
11Let the wilderness and the cities thereof lift up their voice, the villages that Kedar doth inhabit: let the inhabitants of the rock sing, let them shout from the top of the mountains.
11Η ερημος και αι πολεις αυτης ας υψωσωσι φωνην, αι κωμαι τας οποιας κατοικει ο Κηδαρ· ας ψαλλωσιν οι κατοικοι της Σελα, ας αλαλαζωσιν εκ των κορυφων των ορεων.
12Let them give glory unto the LORD, and declare his praise in the islands.
12Ας δωσωσι δοξαν εις τον Κυριον και ας αναγγειλωσι την αινεσιν αυτου εν ταις νησοις.
13The LORD shall go forth as a mighty man, he shall stir up jealousy like a man of war: he shall cry, yea, roar; he shall prevail against his enemies.
13[] Ο Κυριος θελει εξελθει ως ισχυρος· θελει διεγειρει ζηλον ως πολεμιστης· θελει φωναξει, μαλιστα θελει βρυχησει, θελει υπερισχυσει κατα των πολεμιων αυτου.
14I have long time holden my peace; I have been still, and refrained myself: now will I cry like a travailing woman; I will destroy and devour at once.
14Απο πολλου εσιωπησα· θελω μεινει ησυχος; θελω κρατησει εμαυτον; τωρα θελω φωναξει ως η τικτουσα· θελω καταστρεψει και καταπιει ομου.
15I will make waste mountains and hills, and dry up all their herbs; and I will make the rivers islands, and I will dry up the pools.
15Θελω ερημωσει ορη και λοφους και καταξηρανει παντα τον χορτον αυτων· και θελω καταστησει τους ποταμους νησους και τας λιμνας θελω ξηρανει.
16And I will bring the blind by a way that they knew not; I will lead them in paths that they have not known: I will make darkness light before them, and crooked things straight. These things will I do unto them, and not forsake them.
16Και θελω φερει τους τυφλους δι' οδου την οποιαν δεν ηξευρον, θελω οδηγησει αυτους εις τριβους τας οποιας δεν εγνωριζον· το σκοτος θελω καμει φως εμπροσθεν αυτων και τα σκολια ευθεα. Ταυτα τα πραγματα θελω καμει εις αυτους και δεν θελω εγκαταλειψει αυτους.
17They shall be turned back, they shall be greatly ashamed, that trust in graven images, that say to the molten images, Ye are our gods.
17Εστραφησαν εις τα οπισω, κατησχυνθησαν οι θαρρουντες επι τα γλυπτα, οι λεγοντες προς τα χωνευτα, σεις εισθε οι θεοι ημων.
18Hear, ye deaf; and look, ye blind, that ye may see.
18[] Ακουσατε, κωφοι· και ανοιξατε τους οφθαλμους σας, τυφλοι, δια να ιδητε.
19Who is blind, but my servant? or deaf, as my messenger that I sent? who is blind as he that is perfect, and blind as the LORD's servant?
19Τις τυφλος, παρα ο δουλος μου; η κωφος, παρα ο μηνυτης μου, τον οποιον απεστειλα; τις τυφλος, παρα ο τελειος; και τις τυφλος, παρα ο δουλος του Κυριου;
20Seeing many things, but thou observest not; opening the ears, but he heareth not.
20Βλεπεις πολλα αλλα δεν παρατηρεις· ανοιγεις τα ωτα αλλα δεν ακουεις.
21The LORD is well pleased for his righteousness' sake; he will magnify the law, and make it honourable.
21Ο Κυριος ευνοησε προς αυτον ενεκεν της δικαιοσυνης αυτου· θελει μεγαλυνει τον νομον αυτου και καταστησει εντιμον.
22But this is a people robbed and spoiled; they are all of them snared in holes, and they are hid in prison houses: they are for a prey, and none delivereth; for a spoil, and none saith, Restore.
22Πλην αυτος ειναι λαος διηρπαγμενος και γεγυμνωμενος· ειναι παντες πεπαγιδευμενοι εν σπηλαιοις και κεκρυμμενοι εν ταις φυλακαις· ειναι λαφυρον και δεν υπαρχει ο λυτρονων· διαρπαγμα, και ουδεις ο λεγων, Επιστρεψον αυτο.
23Who among you will give ear to this? who will hearken and hear for the time to come?
23Τις απο σας θελει δωσει ακροασιν εις τουτο; θελει προσεξει και ακουσει εις το μετα ταυτα;
24Who gave Jacob for a spoil, and Israel to the robbers? did not the LORD, he against whom we have sinned? for they would not walk in his ways, neither were they obedient unto his law.
24Τις παρεδωκε τον Ιακωβ εις διαρπαγην και τον Ισραηλ εις λεηλατιστας; ουχι ο Κυριος, αυτος εις τον οποιον ημαρτησαμεν; διοτι δεν ηθελησαν να περιπατησωσιν εν ταις οδοις αυτου ουδε υπηκουσαν εις τον νομον αυτου.
25Therefore he hath poured upon him the fury of his anger, and the strength of battle: and it hath set him on fire round about, yet he knew not; and it burned him, yet he laid it not to heart.
25Δια τουτο εξεχεεν επ' αυτον την σφοδροτητα της οργης αυτου και την ορμην του πολεμου· και συνεφλεξεν αυτον πανταχοθεν αλλ' αυτος δεν ενοησε· και εκαυσεν αυτον αλλ' αυτος δεν εβαλε τουτο εν τη καρδια αυτου.