1Remember, O LORD, what is come upon us: consider, and behold our reproach.
1[] Ενθυμηθητι, Κυριε, τι εγεινεν εις ημας· επιβλεψον, και ιδε τον ονειδισμον ημων.
2Our inheritance is turned to strangers, our houses to aliens.
2Η κληρονομια ημων μετεστραφη εις αλλοτριους, αι οικιαι ημων εις ξενους.
3We are orphans and fatherless, our mothers are as widows.
3Εγειναμεν ορφανοι ανευ πατρος, αι μητερες ημων ως χηραι.
4We have drunken our water for money; our wood is sold unto us.
4Με αργυριον επιομεν το υδωρ ημων· τα ξυλα ημων επωληθησαν εις ημας.
5Our necks are under persecution: we labour, and have no rest.
5Επι τον τραχηλον ημων ειναι διωγμος· εμοχθησαμεν, αναπαυσιν δεν εχομεν.
6We have given the hand to the Egyptians, and to the Assyrians, to be satisfied with bread.
6Ηπλωσαμεν χειρα προς τους Αιγυπτιους, προς τους Ασσυριους, δια να χορτασθωμεν αρτον.
7Our fathers have sinned, and are not; and we have borne their iniquities.
7Οι πατερες ημων ημαρτησαν, εκεινοι δεν υπαρχουσι· και ημεις φερομεν τας ανομιας αυτων.
8Servants have ruled over us: there is none that doth deliver us out of their hand.
8Δουλοι εξουσιαζουσιν εφ' ημας· δεν υπαρχει ο λυτρονων εκ της χειρος αυτων.
9We gat our bread with the peril of our lives because of the sword of the wilderness.
9Φερομεν τον αρτον ημων μετα κινδυνου της ζωης ημων, απ' εμπροσθεν της ρομφαιας της ερημου.
10Our skin was black like an oven because of the terrible famine.
10Το δερμα ημων ημαυρωθη ως κλιβανος, απο της καυσεως της πεινης.
11They ravished the women in Zion, and the maids in the cities of Judah.
11Εταπεινωσαν τας γυναικας εν Σιων, τας παρθενους εν ταις πολεσιν Ιουδα.
12Princes are hanged up by their hand: the faces of elders were not honoured.
12Οι αρχοντες εκρεμασθησαν υπο των χειρων αυτων· τα προσωπα των πρεσβυτερων δεν ετιμηθησαν.
13They took the young men to grind, and the children fell under the wood.
13Οι νεοι υπεβληθησαν εις το αλεσμα, και τα παιδια επεσον υπο τα ξυλα.
14The elders have ceased from the gate, the young men from their musick.
14Οι πρεσβυτεροι επαυσαν απο των πυλων, οι νεοι απο των ασματων αυτων.
15The joy of our heart is ceased; our dance is turned into mourning.
15Επαυσεν η χαρα της καρδιας ημων, ο χορος ημων εστραφη εις πενθος.
16The crown is fallen from our head: woe unto us, that we have sinned!
16Ο στεφανος της κεφαλης ημων επεσεν· ουαι δε εις ημας, διοτι ημαρτησαμεν.
17For this our heart is faint; for these things our eyes are dim.
17[] Δια τουτο εξελιπεν η καρδια ημων, δια ταυτα εσκοτοδινιασαν οι οφθαλμοι ημων.
18Because of the mountain of Zion, which is desolate, the foxes walk upon it.
18Δια την ερημωσιν του ορους Σιων, αι αλωπεκες περιπατουσιν εν αυτω.
19Thou, O LORD, remainest for ever; thy throne from generation to generation.
19Συ, Κυριε, κατοικεις εις τον αιωνα· ο θρονος σου διαμενει εις γενεαν και γενεαν.
20Wherefore dost thou forget us for ever, and forsake us so long time?
20Δια τι θελεις μας λησμονησει δια παντος; θελεις μας εγκαταλειψει εις μακροτητα ημερων;
21Turn thou us unto thee, O LORD, and we shall be turned; renew our days as of old.
21Επιστρεψον ημας, Κυριε, προς σε και θελομεν επιστραφη. Ανανεωσον τας ημερας ημων ως το προτερον.
22But thou hast utterly rejected us; thou art very wroth against us.
22Διατι απερριψας ημας ολοτελως, ωργισθης εναντιον ημων εως σφοδρα;