King James Version

Greek: Modern

Song of Solomon

2

1I am the rose of Sharon, and the lily of the valleys.
1[] Εγω ειμαι το ανθος του Σαρων και το κρινον των κοιλαδων.
2As the lily among thorns, so is my love among the daughters.
2Καθως το κρινον μεταξυ των ακανθων, ουτως ειναι η αγαπητη μου μεταξυ των νεανιδων.
3As the apple tree among the trees of the wood, so is my beloved among the sons. I sat down under his shadow with great delight, and his fruit was sweet to my taste.
3[] Καθως η μηλεα μεταξυ των δενδρων του δασους, ουτως ειναι ο αγαπητος μου μεταξυ των νεανισκων· επεθυμησα την σκιαν αυτου και εκαθησα υπ' αυτην, και ο καρπος αυτου ητο γλυκυς εις τον ουρανισκον μου.
4He brought me to the banqueting house, and his banner over me was love.
4Με εφερεν εις τον οικον του οινου, και η σημαια αυτου επ' εμε η αγαπη.
5Stay me with flagons, comfort me with apples: for I am sick of love.
5Υποστηριξατε με με γλυκισματα δυναμωτικα, αναψυξατε με με μηλα· διοτι ειμαι τετρωμενη υπο αγαπης.
6His left hand is under my head, and his right hand doth embrace me.
6Η αριστερα αυτου ειναι υπο την κεφαλην μου, και η δεξια αυτου με εναγκαλιζεται.
7I charge you, O ye daughters of Jerusalem, by the roes, and by the hinds of the field, that ye stir not up, nor awake my love, till he please.
7Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, εις τας δορκαδας και εις τας ελαφους του αγρου, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση.
8The voice of my beloved! behold, he cometh leaping upon the mountains, skipping upon the hills.
8[] Φωνη του αγαπητου μου Ιδου, αυτος ερχεται πηδων επι τα ορη, σκιρτων επι τους λοφους.
9My beloved is like a roe or a young hart: behold, he standeth behind our wall, he looketh forth at the windows, shewing himself through the lattice.
9Ο αγαπητος μου ειναι ομοιος με δορκαδα η με σκυμνον ελαφου· ιδου, ισταται οπισθεν του τοιχου ημων, κυτταζει εξω δια των θυριδων, προκυπτει δια των δικτυωτων.
10My beloved spake, and said unto me, Rise up, my love, my fair one, and come away.
10Αποκρινεται ο αγαπητος μου και λεγει προς εμε, Σηκωθητι, αγαπητη μου, ωραια μου, και ελθε·
11For, lo, the winter is past, the rain is over and gone;
11Διοτι ιδου, ο χειμων παρηλθεν, η βροχη διεβη, απηλθε·
12The flowers appear on the earth; the time of the singing of birds is come, and the voice of the turtle is heard in our land;
12τα ανθη φαινονται εν τη γη· ο καιρος του ασματος εφθασε, και η φωνη της τρυγονος ηκουσθη εν τη γη ημων·
13The fig tree putteth forth her green figs, and the vines with the tender grape give a good smell. Arise, my love, my fair one, and come away.
13η συκη εξεφερε τους ολυνθους αυτης, και αι αμπελοι με τα ανθη της σταφυλης διαδιδουσιν ευωδιαν· σηκωθητι, αγαπητη μου, ωραια μου, και ελθε·
14O my dove, that art in the clefts of the rock, in the secret places of the stairs, let me see thy countenance, let me hear thy voice; for sweet is thy voice, and thy countenance is comely.
14[] Ω περιστερα μου, ητις εισαι εν ταις σχισμαις του βραχου, εν τοις αποκρυφοις των κρημνων, δειξον μοι την οψιν σου, καμε με να ακουσω την φωνην σου· διοτι η φωνη σου ειναι γλυκεια και η οψις σου ωραια.
15Take us the foxes, the little foxes, that spoil the vines: for our vines have tender grapes.
15Πιασατε εις ημας τας αλωπεκας, τας μικρας αλωπεκας, αιτινες αφανιζουσι τας αμπελους· διοτι αι αμπελοι ημων ανθουσιν.
16My beloved is mine, and I am his: he feedeth among the lilies.
16Ο αγαπητος μου ειναι εις εμε και εγω εις αυτον· ποιμαινει μεταξυ των κρινων.
17Until the day break, and the shadows flee away, turn, my beloved, and be thou like a roe or a young hart upon the mountains of Bether.
17Εωσου πνευση η αυρα της ημερας και φυγωσιν αι σκιαι, επιστρεψον, αγαπητε μου· γινου ομοιος με δορκαδα η με σκυμνον ελαφου επι τα ορη τα διεσχισμενα.