1And Hannah prayed, and said, My heart exulteth in Jehovah, my horn is lifted up in Jehovah; my mouth is opened wide over mine enemies; for I rejoice in thy salvation.
1[] Και προσηυχηθη η Αννα, και ειπεν, Ευφρανθη η καρδια μου εις τον Κυριον· υψωθη το κερας μου δια του Κυριου· επλατυνθη το στομα μου εναντιον των εχθρων μου· διοτι ευφρανθην εις την σωτηριαν σου.
2There is none holy as Jehovah, for there is none beside thee, neither is there any rock like our God.
2Δεν υπαρχει αγιος καθως ο Κυριος· διοτι δεν ειναι αλλος πλην σου, ουδε βραχος καθως ο Θεος ημων.
3Do not multiply your words of pride, let not vain-glory come out of your mouth; For Jehovah is a ùGod of knowledge, and by him actions are weighed.
3Μη καυχασθε, μη λαλειτε υπερηφανως· ας μη εξελθη μεγαλορρημοσυνη εκ του στοματος σας· διοτι ο Κυριος ειναι Θεος γνωσεων, και παρ' αυτου σταθμιζονται αι πραξεις.
4The bow of the mighty is broken, and they that stumbled are girded with strength.
4Τα τοξα των δυνατων συνετριβησαν, και οι αδυνατοι περιεζωσθησαν δυναμιν.
5They that were full have hired themselves out for bread; and the hungry are [so] no more: Even the barren beareth seven, and she that hath many children is waxed feeble.
5Οι κεχορτασμενοι εμισθωσαν εαυτους δια αρτον· οι δε πεινωντες επαυσαν· εως και η στειρα εγεννησεν επτα, η δε πολυτεκνος εξησθενησεν.
6Jehovah killeth, and maketh alive; he bringeth down to Sheol, and bringeth up.
6Ο Κυριος θανατονει και ζωοποιει· καταβιβαζει εις τον αδην και αναβιβαζει.
7Jehovah maketh poor, and maketh rich, he bringeth low, also he lifteth up:
7Ο Κυριος πτωχιζει και πλουτιζει, ταπεινονει και υψονει.
8He raiseth up the poor out of the dust; from the dung-hill he lifteth up the needy, To set [him] among nobles; and he maketh them inherit a throne of glory; For the pillars of the earth are Jehovah's, and he hath set the world upon them.
8Ανεγειρει τον πενητα απο του χωματος, και ανυψονει τον πτωχον απο της κοπριας, δια να καθιση αυτους μεταξυ των αρχοντων, και να καμη αυτους να κληρονομησωσι θρονον δοξης· διοτι του Κυριου ειναι οι στυλοι της γης, και εστησε την οικουμενην επ' αυτους.
9He keepeth the feet of his saints, but the wicked are silenced in darkness; for by strength shall no man prevail.
9Θελει φυλαττει τους ποδας των οσιων αυτου· οι δε ασεβεις θελουσιν απολεσθη εν τω σκοτει· επειδη δια δυναμεως δεν θελει υπερισχυσει ο ανθρωπος.
10They that strive with Jehovah shall be broken to pieces; in the heavens will he thunder upon them. Jehovah will judge the ends of the earth; and he will give strength unto his king, and exalt the horn of his anointed.
10Ο Κυριος θελει συντριψει τους αντιδικους αυτου· εξ ουρανου θελει βροντησει επ' αυτους· ο Κυριος θελει κρινει τα περατα της γης· και θελει δωσει ισχυν εις τον βασιλεα αυτου, και υψωσει το κερας του χριστου αυτου.
11And Elkanah went to Ramah to his house. And the boy ministered to Jehovah in the presence of Eli the priest.
11[] Τοτε ανεχωρησεν ο Ελκανα εις Ραμαθ προς τον οικον αυτου. Το δε παιδιον υπηρετει τον Κυριον ενωπιον Ηλει του ιερεως.
12Now the sons of Eli were sons of Belial; they knew not Jehovah.
12Του Ηλει ομως οι υιοι ησαν αχρειοι ανθρωποι δεν εγνωριζον τον Κυριον.
13And the priests' custom with the people was, when any man sacrificed a sacrifice, the priest's servant came, when the flesh was cooked, with a flesh-hook of three prongs in his hand;
13Η συνηθεια δε των ιερεων προς τον λαον ητο τοιαυτη· οτε τις προσεφερε θυσιαν, ηρχετο ο υπηρετης του ιερεως, ενω εψηνετο το κρεας, εχων εις την χειρα αυτου κρεαγραν τριοδοντον·
14and he struck it into the pan, or kettle, or cauldron, or pot; the priest took of it all that the flesh-hook brought up. So they did in Shiloh to all the Israelites that came there.
14και εβυθιζεν αυτην εις το κακκαβιον, η εις τον λεβητα, η εις την χυτραν, η εις το χαλκειον· και ο, τι ανεβιβαζεν η κρεαγρα, ελαμβανεν ο ιερευς δι' εαυτον. Ουτως εκαμνον προς παντας τους Ισραηλιτας τους ερχομενους εκει εις Σηλω.
15Even before they burned the fat, the priest's servant came, and said to the man that sacrificed, Give flesh to roast for the priest, and he will not accept sodden flesh of thee, but raw.
15Πριν ετι καυσωσι το παχος, ηρχετο ο υπηρετης του ιερεως, και ελεγε προς τον ανθρωπον τον προσφεροντα την θυσιαν, Δος κρεας δια ψητον εις τον ιερεα· διοτι δεν θελει να λαβη παρα σου κρεας βρασμενον, αλλα ωμον.
16If the man said to him, They will immediately burn the fat entire, then take as thy soul desires; he would say [to him], No, but thou shalt give [it] now; and if not, I will take [it] by force.
16Και εαν ο ανθρωπος ελεγε προς αυτον, Ας καυσωσι πρωτον το παχος, και επειτα λαβε οσον επιθυμει η ψυχη σου· τοτε απεκρινετο προς αυτον, Ουχι, αλλα τωρα θελεις δωσει ειδε μη, θελω λαβει μετα βιας.
17And the sin of the young men was very great before Jehovah, for men despised the offering of Jehovah.
17Δια τουτο η αμαρτια των νεων ητο μεγαλη σφοδρα ενωπιον του Κυριου· διοτι οι ανθρωποι απεστρεφοντο την θυσιαν του Κυριου.
18And Samuel ministered before Jehovah, a boy girded with a linen ephod.
18Ο δε Σαμουηλ υπηρετει ενωπιον του Κυριου, παιδαριον περιεζωσμενον λινουν εφοδ.
19And his mother made him a little coat, and brought it to him from year to year, when she came up with her husband to sacrifice the yearly sacrifice.
19Και η μητηρ αυτου εκαμνεν εις αυτον επενδυμα μικρον, και εφερε προς αυτον κατ' ετος, οτε ανεβαινε μετα του ανδρος αυτης δια να προσφερη την ετησιον θυσιαν.
20And Eli blessed Elkanah and his wife, and said, Jehovah give thee seed of this woman for the loan which is lent to Jehovah. And they went to their own home.
20Και ευλογησεν ο Ηλει τον Ελκανα και την γυναικα αυτου, λεγων, Ο Κυριος να αποδωση εις σε σπερμα εκ της γυναικος ταυτης, αντι του δανειου το οποιον εδανεισεν εις τον Κυριον. Και ανεχωρησαν εις τον τοπον αυτων.
21So Jehovah visited Hannah, and she conceived, and bore three sons and two daughters. And the boy Samuel grew before Jehovah.
21Επεσκεφθη δε ο Κυριος την Ανναν· και συνελαβε και εγεννησε τρεις υιους και δυο θυγατερας· το δε παιδιον ο Σαμουηλ εμεγαλονεν ενωπιον του Κυριου.
22And Eli was very old, and heard all that his sons were doing to all Israel, and that they lay with the women that served at the entrance of the tent of meeting.
22Ητο δε ο Ηλει πολυ γερων· και ηκουσε παντα οσα επραττον οι υιοι αυτου εις παντα τον Ισραηλ· και οτι εκοιμωντο μετα των γυναικων, των συνερχομενων εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου.
23And he said to them, Why do ye such things? for I hear of your evil deeds from all this people.
23Και ειπε προς αυτους, Δια τι καμνετε τοιαυτα πραγματα; διοτι εγω ακουω κακα πραγματα δια σας παρα παντος τουτου του λαου·
24No, my sons, for it is no good report that I hear: ye make Jehovah's people transgress.
24μη, τεκνα μου· διοτι δεν ειναι καλη η φημη, την οποιαν εγω ακουω· σεις καμνετε τον λαον του Κυριου να γινηται παραβατης·
25If one man sin against another, God will judge him; but if a man sin against Jehovah, who shall intreat for him? But they hearkened not to the voice of their father, for Jehovah was minded to slay them.
25εαν αμαρτηση ανθρωπος εις ανθρωπον, θελει ικεσια γινεσθαι εις τον Θεον υπερ αυτου· αλλ' εαν τις αμαρτηση εις τον Κυριον, τις θελει ικετευσει υπερ αυτου; Εκεινοι ομως δεν υπηκουον εις την φωνην του πατρος αυτων· διοτι ο Κυριος ηθελε να θανατωση αυτους.
26And the boy Samuel grew on, and was in favour both with Jehovah and also with men.
26Το δε παιδιον ο Σαμουηλ εμεγαλονε και ευηρεστει και εις τον Κυριον και εις τους ανθρωπους.
27And there came a man of God to Eli and said to him, Thus saith Jehovah: Did I plainly reveal myself to the house of thy father when they were in Egypt, in Pharaoh's house,
27[] Ηλθε δε ανθρωπος τις του Θεου προς τον Ηλει και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος· Δεν απεκαλυφθην φανερα εις τον οικον του πατρος σου, οτε αυτοι ησαν εν τη Αιγυπτω εν τω οικω του Φαραω;
28and choose him out of all the tribes of Israel, to be my priest, to offer upon mine altar, to burn incense, to wear the ephod before me? and I gave unto the house of thy father all the offerings by fire of the children of Israel.
28Και δεν εξελεξα αυτον εκ πασων των φυλων του Ισραηλ εις εμαυτον δια ιερεα, δια να καμνη προσφορας επι του θυσιαστηριου μου, να καιη θυμιαμα, να φορη εφοδ ενωπιον μου; και δεν εδωκα εις τον οικον του πατρος σου πασας τας δια πυρος γινομενας προσφορας των υιων Ισραηλ;
29Wherefore do ye trample upon my sacrifice and upon mine oblation which I have commanded [in my] habitation? And thou honourest thy sons above me, to make yourselves fat with the primest of all the oblations of Israel my people.
29Δια τι λακτιζετε εις την θυσιαν μου και εις την προσφοραν μου, την οποιαν προσεταξα να καμνωσιν εν τω κατοικητηριω μου, και δοξαζεις τους υιους σου υπερ εμε, ωστε να παχυνησθε με το καλητερον πασων των προσφορων του Ισραηλ του λαου μου;
30Wherefore Jehovah the God of Israel saith, I said indeed, Thy house and the house of thy father should walk before me for ever. But now Jehovah saith, Be it far from me; for them that honour me I will honour, and they that despise me shall be lightly esteemed.
30Δια τουτο Κυριος ο Θεος του Ισραηλ λεγει, Ειπα βεβαιως οτι ο οικος σου και ο οικος του πατρος σου ηθελον περιπατει ενωπιον μου εως αιωνος· αλλα τωρα ο Κυριος λεγει, Μακραν απ' εμου· διοτι τους δοξαζοντας με θελω δοξασει, οι δε καταφρονουντες με θελουσιν ατιμασθη.
31Behold, days come, that I will cut off thine arm, and the arm of thy father's house, that there shall not be an old man in thy house.
31Ιδου, ερχονται ημεραι, οτε θελω κοψει τον βραχιονα σου και τον βραχιονα του οικου του πατρος σου, ωστε ανθρωπος γερων δεν θελει εισθαι εν τω οικω σου.
32And thou shalt see an oppressor [in my] habitation, amidst all the good that shall be done to Israel; and there shall not be an old man in thy house for ever.
32Και θελεις ιδει εν τω κατοικητηριω μου αντιπαλον, μεταξυ παντων των διδομενων αγαθων εις τον Ισραηλ· και δεν θελει υπαρχει γερων εν τω οικω σου εις τον αιωνα.
33And the man of thine [whom] I shall not cut off from mine altar, shall be to cause thine eyes to fail and to grieve thy soul; and all the increase of thy house shall die in their vigour.
33Οντινα δε εκ των ιδικων σου δεν αποκοψω απο του θυσιαστηριου μου, θελει εισθαι δια να καταναλισκη τους οφθαλμους σου και να κατατηκη την ψυχην σου· παντες δε οι εκγονοι του οικου σου θελουσι τελευτα εις ανδρικην ηλικιαν.
34And this shall be the sign to thee, which shall come upon thy two sons, upon Hophni and Phinehas: in one day they shall die, both of them.
34Και τουτο θελει εισθαι σημειον εις σε, το οποιον θελει ελθει επι τους δυο υιους σου, επι Οφνει και Φινεες· εν μια ημερα θελουσιν αποθανει αμφοτεροι.
35And I will raise up for myself a faithful priest, [who] shall do according to what is in my heart and in my mind; and I will build him a sure house; and he shall walk before mine anointed continually.
35Και θελω ανεγειρει εις εμαυτον ιερεα πιστον, πραττοντα κατα την καρδιαν μου και κατα την ψυχην μου· και θελω οικοδομησει εις αυτον οικον ασφαλη· και θελει περιπατει ενωπιον του χριστου μου εις τον αιωνα.
36And it shall come to pass [that] every one that is left of thy house shall come to crouch to him for a small piece of silver and for a cake of bread, and shall say, Put me, I pray thee, into one of the priestly offices, that I may eat a morsel of bread.
36Και πας ο εναπολειφθεις εν τω οικω σου θελει ερχεσθαι προσπιπτων εις αυτον δια ολιγον αργυριον και δια κομματιον ψωμιου, και θελει λεγει, Διορισον με, παρακαλω, εις τινα των ιερατικων υπηρεσιων, δια να τρωγω ολιγον αρτον.