1And it came to pass when Saul had returned from following the Philistines, that it was told him, saying, Behold, David is in the wilderness of Engedi.
1[]24-2 24-2 Και αφου επεστρεψεν ο Σαουλ απο οπισθεν των Φιλισταιων, ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ο Δαβιδ ειναι εν τη ερημω Εν-γαδδι.
2And Saul took three thousand men, chosen out of all Israel, and went to seek David and his men upon the rocks of the wild goats.
224-3 24-3 Τοτε ελαβεν ο Σαουλ τρεις χιλιαδας ανδρων, εκλεκτων απο παντος του Ισραηλ, και υπηγε να ζητη τον Δαβιδ και τους ανδρας αυτου επι τους βραχους των αγριων αιγων.
3And he came to the sheepfolds by the way, where was a cave; and Saul went in to cover his feet; and David and his men were abiding in the recesses of the cave.
324-4 24-4 Και ηλθεν εις τας μανδρας των προβατων επι της οδου, οπου ητο σπηλαιον· και εισηλθεν ο Σαουλ δια να σκεπαση τους ποδας αυτου· ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εκαθηντο εις το ενδοτερον του σπηλαιου.
4And David's men said to him, Behold the day of which Jehovah said to thee, Behold, I will give thine enemy into thy hand, that thou mayest do to him as it shall seem good to thee. And David arose, and cut off the skirt of Saul's robe secretly.
424-5 24-5 Και ειπον οι ανδρες του Δαβιδ προς αυτον, Ιδου, η ημερα περι της οποιας ο Κυριος ελαλησε προς σε, λεγων, Ιδου, εγω θελω παραδωσει τον εχθρον σου εις την χειρα σου, και θελεις καμει εις αυτον οπως σοι φανη καλον. Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ και απεκοψε κρυφιως το κρασπεδον του επενδυματος του Σαουλ.
5And it came to pass afterwards that David's heart smote him, because he had cut off Saul's skirt.
524-6 24-6 Και μετα ταυτα η καρδια του Δαβιδ εκτυπησεν αυτον, επειδη ειχεν αποκοψει το κρασπεδον του Σαουλ.
6And he said to his men, Jehovah forbid that I should do this thing to my master, Jehovah's anointed, to stretch forth my hand against him, for he is the anointed of Jehovah.
624-7 24-7 Και ειπε προς τους ανδρας αυτου, Μη γενοιτο εις εμε παρα Κυριου να καμω το πραγμα τουτο εις τον κυριον μου, τον κεχρισμενον του Κυριου, να επιβαλω την χειρα μου επ' αυτον· διοτι ειναι κεχρισμενος του Κυριου.
7And David checked his men with these words, and suffered them not to rise against Saul. And Saul rose up out of the cave, and went on [his] way.
724-8 24-8 Και εμποδισεν ο Δαβιδ τους ανδρας αυτου δια των λογων τουτων και δεν αφηκεν αυτους να σηκωθωσι κατα του Σαουλ. Σηκωθεις δε ο Σαουλ εκ του σπηλαιου, υπηγεν εις την οδον αυτου.
8David also arose afterwards, and went out of the cave, and cried after Saul, saying, My lord the king! And when Saul looked behind him, David bowed with his face to the earth, and did obeisance.
824-9 24-9 Και μετα ταυτα σηκωθεις ο Δαβιδ εξηλθεν εκ του σπηλαιου και εβοησεν οπισθεν του Σαουλ, λεγων, Κυριε μου βασιλευ. Και οτε εβλεψεν ο Σαουλ οπισω αυτου, ο Δαβιδ εκυψε με το προσωπον εις την γην και προσεκυνησεν αυτον.
9And David said to Saul, Why dost thou listen to words of men, saying, Behold, David seeks thy hurt?
9[]24-10 24-10 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Δια τι ακουεις τους λογους ανθρωπων λεγοντων, Ιδου, ο Δαβιδ ζητει το κακον σου;
10Behold, this day thine eyes have seen how that Jehovah had given thee this day into my hand in the cave; and they bade me kill thee; but [mine eye] spared thee; and I said, I will not put forth my hand against my lord, for he is the anointed of Jehovah.
1024-11 24-11 Ιδου, εν τη ημερα ταυτη ειδον οι οφθαλμοι σου τινι τροπω σε παρεδωκεν ο Κυριος εις την χειρα μου σημερον, εν τω σπηλαιω· και ειπον τινες να σε θανατωσω· πλην ο οφθαλμος μου σε εφεισθη· και ειπα, Δεν θελω επιβαλει την χειρα μου κατα του κυριου μου· διοτι ειναι κεχρισμενος του Κυριου.
11And see, my father, yes, see the skirt of thy robe in my hand. For in that I cut off the skirt of thy robe, and killed thee not, know and see that there is neither evil nor transgression in my hand, and I have not sinned against thee; yet thou liest in wait for my life to take it.
1124-12 24-12 Ιδε προσετι, πατερ μου, ιδε μαλιστα το κρασπεδον του επενδυματος σου εν τη χειρι μου· επειδη, εκ του οτι απεκοψα το κρασπεδον του επενδυματος σου και δεν σε εθανατωσα, γνωρισον και ιδε οτι δεν ειναι κακια ουδε παραβασις εν τη χειρι μου και δεν ημαρτησα εναντιον σου· συ ομως θηρευεις την ζωην μου δια να αφαιρεσης αυτην.
12Jehovah judge between me and thee, and Jehovah avenge me of thee; but my hand shall not be upon thee.
1224-13 24-13 Ας κρινη ο Κυριος μεταξυ εμου και σου, και ας με εκδικηση ο Κυριος απο σου· η χειρ μου ομως δεν θελει εισθαι επι σε·
13As saith the proverb of the ancients, Wickedness proceedeth from the wicked; but my hand shall not be upon thee.
1324-14 24-14 καθως λεγει η παροιμια των αρχαιων, Εξ ανομων εξερχεται ανομια· οθεν η χειρ μου δεν θελει εισθαι επι σε.
14After whom is the king of Israel come out? after whom dost thou pursue? after a dead dog, after a single flea.
1424-15 24-15 Οπισω τινος εξηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ; οπισω τινος τρεχεις συ; οπισω κυνος νενεκρωμενου, οπισω ενος ψυλλου.
15Jehovah therefore shall be judge, and judge between me and thee, and see, and plead my cause, and do me justice [in delivering me] out of thy hand.
1524-16 24-16 Ο Κυριος λοιπον ας ηναι δικαστης και ας κρινη μεταξυ εμου και σου· και ας ιδη, και ας δικαση την δικην μου και ας με ελευθερωση εκ της χειρος σου.
16And as soon as David had ended speaking these words to Saul, Saul said, Is this thy voice, my son David? And Saul lifted up his voice and wept.
16[]24-17 24-17 Και αφου ετελειωσεν ο Δαβιδ λαλων τους λογους τουτους προς τον Σαουλ, ειπεν ο Σαουλ, Η φωνη σου ειναι αυτη, τεκνον μου Δαβιδ; Και υψωσεν ο Σαουλ την φωνην αυτου και εκλαυσε.
17And he said to David, Thou art more righteous than I; for thou hast rewarded me good, whereas I have rewarded thee evil.
1724-18 24-18 Και ειπε προς τον Δαβιδ, Συ εισαι δικαιοτερος εμου· διοτι συ ανταπεδωκας εις εμε καλον, εγω δε ανταπεδωκα εις σε κακον.
18And thou hast shewed this day how that thou hast dealt well with me, forasmuch as when Jehovah had delivered me up into thy hand, thou didst not kill me.
1824-19 24-19 Και συ εδειξας σημερον με ποσην αγαθοτητα εφερθης προς εμε· διοτι ενω με απεκλεισεν ο Κυριος εις τας χειρας σου, συ δεν με εθανατωσας.
19For if a man find his enemy, will he let him go well away? wherefore Jehovah reward thee good for that thou hast done to me this day.
1924-20 24-20 Και τις, ευρων τον εχθρον αυτου, ηθελεν αφησει αυτον να υπαγη την οδον αυτου αβλαβως; ο Κυριος λοιπον να σοι ανταποδωση καλον, δι' εκεινο το οποιον εκαμες εις εμε σημερον.
20And now behold, I know that thou shalt certainly be king, and that the kingdom of Israel shall be established in thy hand.
2024-21 24-21 Και τωρα, ιδου, γνωριζω οτι βεβαιως θελεις βασιλευσει, και η βασιλεια του Ισραηλ θελει στερεωθη εν τη χειρι σου.
21Swear now therefore to me by Jehovah, that thou wilt not cut off my seed after me, and that thou wilt not destroy my name out of my father's house.
2124-22 24-22 Τωρα λοιπον ομοσον μοι εις τον Κυριον, οτι δεν θελεις εξολοθρευσει το σπερμα μου μετ' εμε, και ετι δεν θελεις αφανισει το ονομα μου εκ του οικου του πατρος μου.
22And David swore to Saul. And Saul went home; and David and his men went up to the stronghold.
2224-23 24-23 Και ωμοσεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ. Και ανεχωρησεν ο Σαουλ εις τον οικον αυτου· ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου ανεβησαν εις το οχυρωμα.