Darby's Translation

Greek: Modern

Job

15

1And Eliphaz the Temanite answered and said,
1[] Τοτε απεκριθη Ελιφας ο Θαιμανιτης και ειπεν·
2Should a wise man answer with windy knowledge, and fill his belly with the east wind,
2Επρεπε σοφος να προφερη στοχασμους ματαιους και να γεμιζη την κοιλιαν αυτου απο ανατολικου ανεμου;
3Reasoning with unprofitable talk, and with speeches which do no good?
3Επρεπε να φιλονεικη δια λογων ματαιων και ομιλιων ανωφελων;
4Yea, thou makest piety of none effect, and restrainest meditation before ùGod.
4Βεβαιως συ απορριπτεις τον φοβον και αποκλειεις την δεησιν ενωπιον του Θεου.
5For thy mouth uttereth thine iniquity, and thou hast chosen the tongue of the crafty.
5Διοτι το στομα σου αποδεικνυει την ανομιαν σου, και εξελεξας την γλωσσαν των πανουργων.
6Thine own mouth condemneth thee, and not I; and thy lips testify against thee.
6Το στομα σου σε καταδικαζει, και ουχι εγω· και τα χειλη σου καταμαρτυρουσιν εναντιον σου.
7Art thou the first man that was born? and wast thou brought forth before the hills?
7Μη πρωτος ανθρωπος εγεννηθης; η προ των βουνων επλασθης;
8Hast thou listened in the secret council of +God? And hast thou absorbed wisdom for thyself?
8Μηπως ηκουσας τας βουλας του Θεου; και εξηντλησας εις σεαυτον την σοφιαν;
9What knowest thou that we know not? [what] understandest thou which is not in us?
9Τι εξευρεις, και δεν εξευρομεν; τι εννοεις, και δεν εννοουμεν;
10Both the greyheaded and the aged are with us, older than thy father.
10Υπαρχουσι και μεταξυ ημων πολιοι και γεροντες, γεροντοτεροι του πατρος σου.
11Are the consolations of ùGod too small for thee? and the word gently spoken to thee?
11Αι παρηγοριαι του Θεου φαινονται μικρον πραγμα εις σε; η εχεις τι αποκρυφον εν σεαυτω;
12Why doth thy heart carry thee away? and why do thine eyes wink?
12Δια τι σε αποπλανα η καρδια σου; και δια τι παραφερονται οι οφθαλμοι σου,
13That thou turnest thy spirit against ùGod, and lettest words go out of thy mouth?
13ωστε στρεφεις το πνευμα σου κατα του Θεου και αφινεις να εξερχωνται τοιουτοι λογοι εκ του στοματος σου;
14What is man, that he should be pure? and he that is born of a woman, that he should be righteous?
14Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε να ηναι καθαρος; και ο γεγεννημενος εκ γυναικος, ωστε να ηναι δικαιος;
15Behold, he putteth no trust in his holy ones, and the heavens are not pure in his sight:
15Ιδου, εις τους αγιους αυτου δεν εμπιστευεται· και οι ουρανοι δεν ειναι καθαροι εις τους οφθαλμους αυτου·
16How much less the abominable and corrupt, -- man, that drinketh unrighteousness like water!
16ποσω μαλλον βδελυρος και ακαθαρτος ειναι ο ανθρωπος, ο πινων ανομιαν ως υδωρ;
17I will shew thee, listen to me; and what I have seen I will declare;
17[] Εγω θελω σε διδαξει· ακουσον μου· τουτο βεβαιως ειδον και θελω φανερωσει,
18Which wise men have told from their fathers, and have not hidden;
18το οποιον οι σοφοι ανηγγειλαν παρα των πατερων αυτων, και δεν εκρυψαν·
19Unto whom alone the earth was given, and no stranger passed among them.
19εις τους οποιους μονους εδοθη η γη, και ξενος δεν επερασε δια μεσου αυτων.
20All his days the wicked man is tormented, and numbered years are allotted to the violent.
20Ο ασεβης βασανιζεται πασας τας ημερας, και αριθμητα ετη ειναι πεφυλαγμενα δια τον τυραννον.
21The sound of terrors is in his ears: in prosperity the destroyer cometh upon him.
21Ηχος φοβου ειναι εις τα ωτα αυτου· εν μεσω ειρηνης θελει επελθει επ' αυτον ο εξολοθρευτης.
22He believeth not that he shall return out of darkness, and he is singled out for the sword.
22Δεν πιστευει οτι θελει επιστρεψει εκ του σκοτους, και περιμενει την μαχαιραν.
23He wandereth abroad for bread, -- where may it be? He knoweth that the day of darkness is ready at his hand.
23Περιπλαναται δια αρτον, και που; εξευρει οτι η ημερα του σκοτους ειναι ετοιμη πλησιον αυτου.
24Distress and anguish make him afraid; they prevail against him, as a king ready for the battle.
24Θλιψις και στενοχωρια θελουσι καταπληττει αυτον· θελουσιν υπερισχυσει κατ' αυτου, ως βασιλευς εις μαχην παρεσκευασμενος·
25For he hath stretched out his hand against ùGod, and strengthened himself against the Almighty:
25διοτι εξηπλωσε την χειρα αυτου κατα του Θεου και ηλαζονευθη κατα του Παντοδυναμου·
26He runneth against him, with [outstretched] neck, with the thick bosses of his bucklers;
26ωρμησε κατ' αυτου με τραχηλον επηρμενον, με την πεπυκνωμενην ραχιν των ασπιδων αυτου·
27For he hath covered his face with his fatness, and gathered fat upon [his] flanks.
27διοτι εσκεπασε το προσωπον αυτου με το παχος αυτου και υπερεπαχυνε τα πλευρα αυτου·
28And he dwelleth in desolate cities, in houses that no man inhabiteth, which are destined to become heaps.
28και κατωκησεν εις πολεις ερημους, εις οικους ακατοικητους, ετοιμους δια σωρους.
29He shall not become rich, neither shall his substance continue, and their possessions shall not extend upon the earth.
29δεν θελει πλουτισθη, ουδε θελουσι διαμενει τα υπαρχοντα αυτου, ουδε θελει εκτανθη η αφθονια αυτων επι την γην.
30He shall not depart out of darkness; the flame shall dry up his branches; and by the breath of his mouth shall he go away.
30Δεν θελει χωρισθη εκ του σκοτους· φλοξ θελει ξηρανει τους βλαστους αυτου, και με την πνοην του στοματος αυτου θελει απελθει.
31Let him not trust in vanity: he is deceived, for vanity shall be his recompense;
31Ας μη πιστευση εις την ματαιοτητα ο ηπατημενος, διοτι ματαιοτης θελει εισθαι η αμοιβη αυτου.
32It shall be complete before his day, and his branch shall not be green.
32Προ του καιρου αυτου θελει φθαρη, και ο κλαδος αυτου δεν θελει πρασινισει.
33He shall shake off his unripe grapes as a vine, and shall cast his flower as an olive.
33Θελει αποβαλει την αωρον σταφυλην αυτου ως η αμπελος, και θελει ριψει το ανθος αυτου ως η ελαια.
34For the family of the ungodly shall be barren, and fire shall consume the tents of bribery.
34Διοτι η συναξις των υποκριτων θελει ερημωθη, και πυρ θελει καταφαγει τας σκηνας της δωροληψιας.
35They conceive mischief, and bring forth iniquity, and their belly prepareth deceit.
35Συλλαμβανουσι πονηριαν και γεννωσι ματαιοτητα, και η καρδια αυτων μηχαναται δολον.