1And Job answered and said,
1[] Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν·
2How long will ye vex my soul, and crush me with words?
2Εως ποτε θελετε θλιβει την ψυχην μου, και θελετε με κατασυντριβει με λογους;
3These ten times have ye reproached me; ye are not ashamed to stupefy me.
3Δεκακις ηδη με ωνειδισατε· δεν αισχυνεσθε να σκληρυνησθε εναντιον μου;
4And be it [that] I have erred, mine error remaineth with myself.
4Και εαν τωοντι εσφαλα, το σφαλμα μου μενει εν εμοι.
5If indeed ye will magnify yourselves against me, and prove against me my reproach,
5Αλλ' εαν θελητε εξαπαντος να μεγαλυνθητε εναντιον μου, και να ριπτητε κατ' εμου το ονειδος μου,
6Know now that +God hath overthrown me, and hath surrounded me with his net.
6μαθετε τωρα οτι ο Θεος με κατεστρεψε, και με περιεκυκλωσε με το δικτυον αυτου.
7Behold, I cry out of wrong, and I am not heard; I cry aloud, but there is no judgment.
7Ιδου, φωναζω, Αδικια· αλλα δεν εισακουομαι· επικαλουμαι, αλλ' ουδεμια κρισις.
8He hath hedged up my way that I cannot pass, and he hath set darkness in my paths.
8[] Εφραξε την οδον μου, και δεν δυναμαι να περασω, και εθεσε σκοτος εις τας τριβους μου.
9He hath stripped me of my glory, and taken the crown from my head.
9Με εξεδυσε την δοξαν μου, και αφηρεσε τον στεφανον της κεφαλης μου.
10He breaketh me down on every side, and I am gone; and my hope hath he torn up as a tree.
10Με ηφανισε πανταχοθεν, και χανομαι· και εξερριζωσε την ελπιδα μου ως δενδρον.
11And he hath kindled his anger against me, and hath counted me unto him as one of his enemies.
11Και εξηψε κατ' εμου τον θυμον αυτου, και με στοχαζεται ως εχθρον αυτου.
12His troops have come together and cast up their way against me, and have encamped round about my tent.
12Τα ταγματα αυτου ηλθον ομου και ητοιμασαν την οδον αυτων εναντιον μου, και εστρατοπεδευσαν περιξ της σκηνης μου.
13He hath put my brethren far from me, and mine acquaintance are quite estranged from me.
13Απεμακρυνεν απ' εμου τους αδελφους μου, και ηλλοτριωθησαν ολως απ' εμου οι γνωριμοι μου.
14My kinsfolk have failed, and my known friends have forgotten me.
14Οι πλησιον μου με αφηκαν, και οι γνωστοι μου με ελησμονησαν.
15The sojourners in my house and my maids count me as a stranger; I am an alien in their sight.
15Οι κατοικουντες εν τω οικω μου και αι θεραπαιναι μου με στοχαζονται ως ξενον· ξενος κατεσταθην εις τους οφθαλμους αυτων.
16I called my servant, and he answered not; I entreated him with my mouth.
16Καλω τον υπηρετην μου, και δεν αποκρινεται· με το στομα μου ικετευσα αυτον.
17My breath is strange to my wife, and my entreaties to the children of my [mother's] womb.
17Η πνοη μου εγεινε ξενη εις την γυναικα μου, και αι παρακλησεις μου εις τα τεκνα της κοιλιας μου.
18Even young children despise me; I rise up, and they speak against me.
18Και αυτα τα παιδαρια με κατεφρονησαν· εσηκωθην, και ελαλησαν εναντιον μου.
19All my intimate friends abhor me, and they whom I loved are turned against me.
19Παντες οι μυστικοι φιλοι μου με εβδελυχθησαν· και εκεινοι, τους οποιους ηγαπησα, εστραφησαν εναντιον μου.
20My bones cleave to my skin and to my flesh, and I am escaped with the skin of my teeth.
20Τα οστα μου εκολληθησαν εις το δερμα μου και εις την σαρκα μου και διεσωθην με το δερμα των οδοντων μου.
21Have pity upon me, have pity upon me, ye my friends; for the hand of +God hath touched me.
21Ελεησατε με, ελεησατε με, σεις φιλοι μου· διοτι χειρ Θεου με επληγωσε.
22Why do ye persecute me as ùGod, and are not satisfied with my flesh?
22Δια τι με κατατρεχετε ως ο Θεος, και δεν εχορτασθητε απο των σαρκων μου;
23Oh would that my words were written! oh that they were inscribed in a book!
23[] Ω και να εγραφοντο οι λογοι μου· να ενετυπουντο εν βιβλιω·
24That with an iron style and lead they were graven in the rock for ever!
24να ενεχαραττοντο επι βραχον δια σιδηρας γραφιδος και μολυβδου διαπαντος
25And [as for] me, I know that my Redeemer liveth, and the Last, he shall stand upon the earth;
25Διοτι εξευρω οτι ζη ο Λυτρωτης μου, και θελει εγερθη εν τοις εσχατοις καιροις επι της γης·
26And [if] after my skin this shall be destroyed, yet from out of my flesh shall I see +God;
26και αφου μετα το δερμα μου το σωμα τουτο φθαρη, παλιν με την σαρκα μου θελω ιδη τον Θεον·
27Whom I shall see for myself, and mine eyes shall behold, and not another: -- my reins are consumed within me.
27τον οποιον αυτος εγω θελω ιδει, και θελουσι θεωρησει οι οφθαλμοι μου, και ουχι αλλος· οι νεφροι μου κατατηκονται εν τω κολπω μου.
28If ye say, How shall we persecute him? when the root of the matter is found in me,
28Αλλα σεις επρεπε να ειπητε, Δια τι κατατρεχομεν αυτον; επειδη η ριζα του πραγματος ευρισκεται εν εμοι.
29Be ye yourselves afraid of the sword! for the sword is fury against misdeeds, that ye may know there is a judgment.
29Φοβηθητε την ρομφαιαν· διοτι η ρομφαια ειναι ο εκδικητης των ανομιων, δια να γνωρισητε οτι υπαρχει κρισις.