Darby's Translation

Greek: Modern

Job

34

1Moreover Elihu answered and said,
1[] Επανελαβε δε ο Ελιου και ειπεν·
2Hear my words, ye wise [men]; and give ear unto me, ye that have knowledge.
2Ακουσατε τους λογους μου, ω σοφοι· και δοτε ακροασιν εις εμε, οι νοημονες·
3For the ear trieth words, as the palate tasteth food.
3Διοτι το ωτιον δοκιμαζει τους λογους, ο δε ουρανισκος γευεται το φαγητον.
4Let us choose for ourselves what is right; let us know among ourselves what is good!
4Ας εκλεξωμεν εις εαυτους κρισιν· ας γνωρισωμεν μεταξυ ημων τι το καλον.
5For Job hath said, I am righteous, and ùGod hath taken away my judgment:
5Διοτι ο Ιωβ ειπεν, Ειμαι δικαιος· και ο Θεος αφηρεσε την κρισιν μου·
6Should I lie against my right? My wound is incurable without transgression.
6εψευσθην εις την κρισιν μου· η πληγη μου ειναι ανιατος, ανευ παραβασεως.
7What man is like Job? he drinketh up scorning like water,
7Τις ανθρωπος ως ο Ιωβ, οστις καταπινει τον χλευασμον ως υδωρ·
8And goeth in company with workers of iniquity, and walketh with wicked men.
8και υπαγει εν συνοδια μετα των εργατων της ανομιας, και περιπατει μετα ανθρωπων ασεβων;
9For he hath said, It profiteth not a man if he delight himself in God.
9Διοτι ειπεν, ουδεν ωφελει τον ανθρωπον το να ευαρεστη εις τον Θεον.
10Therefore hearken unto me, ye men of understanding: Far be wickedness from ùGod, and wrong from the Almighty!
10[] Δια τουτο ακουσατε μου, ανδρες συνετοι· μη γενοιτο να υπαρχη εις τον Θεον αδικια, και εις τον Παντοδυναμον ανομια.
11For a man's work will he render to him, and cause every one to find according to [his] way.
11Επειδη κατα το εργον του ανθρωπου θελει αποδωσει εις αυτον, και θελει καμει εκαστον να ευρη κατα την οδον αυτου.
12Yea, surely, ùGod acteth not wickedly, and the Almighty perverteth not judgment.
12Ναι, βεβαιως ο Θεος δεν θελει πραξει ασεβως, ουδε θελει διαστρεψει ο Παντοδυναμος την κρισιν.
13Who hath entrusted to him the earth? and who hath disposed the whole world?
13Τις κατεστησεν αυτον επιτηρητην της γης; η τις διεταξε πασαν την οικουμενην;
14If he only thought of himself, [and] gathered unto him his spirit and his breath,
14Εαν βαλη την καρδιαν αυτου επι τον ανθρωπον, θελει συρει εις εαυτον το πνευμα αυτου και την πνοην αυτου·
15All flesh would expire together, and man would return to the dust.
15πασα σαρξ θελει εκπνευσει ομου, και ο ανθρωπος θελει επιστρεψει εις το χωμα.
16If now [thou hast] understanding, hear this: give ear to the voice of my words!
16[] Εαν τωρα εχης συνεσιν· ακουσον τουτο· ακροαθητι της φωνης των λογων μου.
17Should he that hateth right indeed govern? and wilt thou condemn the All-just?
17Μηπως κυβερνα ο μισων την ευθυτητα; και θελεις καταδικασει τον κατ' εξοχην δικαιον;
18Shall one say to a king, Belial? to nobles, Wicked?
18οστις λεγει προς βασιλεα, Εισαι ασεβης, προς αρχοντας, Εισθε κακοι;
19[How then to him] that accepteth not the persons of princes, nor regardeth the rich man more than the poor? for they are all the work of his hands.
19Οστις δεν προσωποληπτει εις αρχοντας ουδε αποβλεπει εις τον πλουσιον μαλλον παρα εις τον πτωχον; επειδη παντες ουτοι ειναι εργον των χειρων αυτου.
20In a moment they die, even at midnight the people are convulsed and pass away; and the strong are taken away without hand.
20Εν μια στιγμη θελουσιν αποθανει, και το μεσονυκτιον ο λαος θελει ταραχθη και θελει παρελθει· και ο ισχυρος θελει αναρπαχθη, ουχι υπο χειρος.
21For his eyes are upon the ways of man, and he seeth all his steps.
21Διοτι οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους του ανθρωπου, Και βλεπει παντα τα βηματα αυτου.
22There is no darkness, nor shadow of death, where the workers of iniquity may hide themselves.
22Δεν ειναι σκοτος ουδε σκια θανατου, οπου οι εργαται της ανομιας να κρυφθωσιν.
23For he doth not long consider a man, to bring him before ùGod in judgment.
23Επειδη δεν θελει αφησει πλεον τον ανθρωπον να ελθη εις κρισιν μετα του Θεου.
24He breaketh in pieces mighty men without inquiry, and setteth others in their stead;
24Θελει συντριψει αναριθμητους ισχυρους και βαλει αλλους αντ' αυτων
25Since he knoweth their actions; and he overthroweth [them] in the night, and they are crushed.
25διοτι γνωριζει τα εργα αυτων, και ανατρεπει αυτους την νυκτα, και συντριβονται.
26He striketh them as wicked men in the open sight of others,
26Κτυπα αυτους ως ασεβεις εν τω τοπω των θεατων·
27Because they have turned back from him, and would consider none of his ways;
27επειδη εξεκλιναν απ' αυτου και δεν εθεωρησαν ουδεμιαν των οδων αυτου·
28So that they cause the cry of the poor to come unto him, and he heareth the cry of the afflicted.
28και εκαμον να ελθη προς αυτον η κραυγη των πτωχων, και ηκουσε την φωνην των τεθλιμμενων.
29When he giveth quietness, who then will disturb? and when he hideth [his] face, who shall behold him? and this towards a nation, or towards a man alike;
29Και οταν αυτος διδη ησυχιαν, τις θελει διαταραξει αυτην; και οταν κρυπτη το προσωπον αυτου, τις δυναται να ιδη αυτον; ειτε επι εθνος ειτε επι ανθρωπον ομου·
30That the ungodly man reign not, that the people be not ensnared.
30ωστε να μη βασιλευη υποκριτης, δια να μη παγιδευηται ο λαος.
31For hath he said unto ùGod, I bear [chastisement], I will not offend;
31[] Βεβαιως πρεπει να λεγη τις προς τον Θεον, Επαθον, δεν θελω πλεον πραξει κακως·
32What I see not, teach thou me; if I have done wrong, I will do so no more?
32ο, τι δεν βλεπω, συ διδαξον με· εαν επραξα ανομιαν, δεν θελω πραξει πλεον.
33Shall he recompense according to thy mind? for thou hast refused [his judgment]; for thou so choosest, and not I; speak then what thou knowest.
33Αλλα μηπως θελει γεινει κατα τον στοχασμον σου; ειτε συ αποβαλης ειτε εκλεξης, αυτος θελει ανταποδωσει, και ουχι εγω· λεγε λοιπον ο, τι εξευρεις.
34Men of understanding will say to me, and a wise man who heareth me:
34Ανδρες συνετοι θελουσιν ειπει προς εμε, και ο σοφος ανθρωπος οστις με ακουει,
35Job hath spoken without knowledge, and his words were not with intelligence.
35Ο Ιωβ δεν ελαλησεν εν γνωσει, και οι λογοι αυτου δεν ησαν μετα συνεσεως.
36Would that Job may be tried unto the end, because of [his] answers after the manner of evil men!
36Η επιθυμια μου ειναι, ο Ιωβ να εξετασθη εως τελους· επειδη απεκριθη ως οι ανθρωποι οι ασεβεις.
37For he addeth rebellion unto his sin, he clappeth [his hands] among us, and multiplieth his words against ùGod.
37Διοτι εις την αμαρτιαν αυτου προσθετει ασεβειαν· καυχαται μεταξυ ημων, και πολλαπλασιαζει τους λογους αυτου εναντιον του Θεου.