Darby's Translation

Greek: Modern

Job

9

1And Job answered and said,
1[] Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν·
2Of a truth I know it is so; but how can man be just with ùGod?
2Αληθως εξευρω οτι ουτως εχει· αλλα πως ο ανθρωπος θελει δικαιωθη ενωπιον του Θεου;
3If he shall choose to strive with him, he cannot answer him one thing of a thousand.
3Εαν θεληση να διαδικασθη μετ' αυτου δεν δυναται να αποκριθη προς αυτον εν εκ χιλιων.
4He is wise in heart and mighty in strength: who hath hardened himself against him, and had peace?
4Ειναι σοφος την καρδιαν και κραταιος την δυναμιν· τις εσκληρυνθη εναντιον αυτου και ευτυχησεν;
5Who removeth mountains, and they know it not, when he overturneth them in his anger;
5Αυτος μετακινει τα ορη, και δεν γνωριζουσι τις εστρεψεν αυτα εν τη οργη αυτου.
6Who shaketh the earth out of its place, and the pillars thereof tremble;
6Αυτος σειει την γην απο του τοπου αυτης, και οι στυλοι αυτης σαλευονται.
7Who commandeth the sun, and it riseth not, and he sealeth up the stars;
7Αυτος προσταζει τον ηλιον, και δεν ανατελλει· και κρυπτει υπο σφραγιδα τα αστρα.
8Who alone spreadeth out the heavens, and treadeth upon the high waves of the sea;
8Αυτος μονος εκτεινει τους ουρανους και πατει επι τα υψη της θαλασσης.
9Who maketh the Bear, Orion, and the Pleiades, and the chambers of the south;
9Αυτος καμνει τον Αρκτουρον, τον Ωριωνα και την Πλειαδα και τα ταμεια του νοτου.
10Who doeth great things past finding out, and wonders without number.
10Αυτος καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα και θαυμασια αναριθμητα.
11Lo, he goeth by me, and I see [him] not; and he passeth along, and I perceive him not.
11Ιδου, διαβαινει πλησιον μου, και δεν βλεπω αυτον· διερχεται, και δεν εννοω αυτον.
12Behold, he taketh away: who will hinder him? Who will say unto him, What doest thou?
12Ιδου, αφαιρει· τις θελει εμποδισει αυτον; τις θελει ειπει προς αυτον, Τι καμνεις;
13+God withdraweth not his anger; the proud helpers stoop under him:
13Εαν ο Θεος δεν συρη την οργην αυτου, οι επηρμενοι βοηθοι καταβαλλονται υποκατω αυτου.
14How much less shall I answer him, choose out my words [to strive] with him?
14[] Ποσον ολιγωτερον εγω ηθελον αποκριθη προς αυτον, εκλεγων τους προς αυτον λογους μου;
15Whom, though I were righteous, [yet] would I not answer; I would make supplication to my judge.
15προς τον οποιον, και αν ημην δικαιος, δεν ηθελον αποκριθη, αλλ' ηθελον ζητησει ελεος παρα του Κριτου μου.
16If I had called, and he had answered me, I would not believe that he hearkened to my voice, --
16Εαν κραξω, και μοι αποκριθη, δεν ηθελον πιστευσει οτι εισηκουσε της φωνης μου.
17He, who crusheth me with a tempest, and multiplieth my wounds without cause.
17Διοτι με κατασυντριβει με ανεμοστροβιλον και πληθυνει τας πληγας μου αναιτιως.
18He suffereth me not to take my breath, for he filleth me with bitternesses.
18Δεν με αφινει να αναπνευσω, αλλα με χορταζει απο πικριας.
19Be it a question of strength, lo, [he is] strong; and be it of judgment, who will set me a time?
19Εαν προκηται περι δυναμεως, ιδου, ειναι δυνατος· και εαν περι κρισεως, τις θελει μαρτυρησει υπερ εμου;
20If I justified myself, mine own mouth would condemn me; were I perfect, he would prove me perverse.
20Εαν ηθελον να δικαιωσω εμαυτον, το στομα μου ηθελε με καταδικασει· εαν ηθελον ειπει, ειμαι αμεμπτος, ηθελε με αποδειξει διεφθαρμενον.
21Were I perfect, [yet] would I not know my soul: I would despise my life.
21Και αν ημην αμεμπτος, δεν ηθελον φροντισει περι εμαυτου· ηθελον καταφρονησει την ζωην μου.
22It is all one; therefore I said, he destroyeth the perfect and the wicked.
22[] Εν τουτο ειναι, δια τουτο ειπα, αυτος αφανιζει τον αμεμπτον και τον ασεβη.
23If the scourge kill suddenly, he mocketh at the trial of the innocent.
23Και αν η μαστιξ αυτου θανατονη ευθυς, γελα ομως εις την δοκιμασιαν των αθωων.
24The earth is given over into the hand of the wicked [man]; he covereth the faces of its judges. If not, who then is it?
24Η γη παρεδοθη εις τας χειρας του ασεβους· αυτος σκεπαζει τα προσωπα των κριτων αυτης· αν ουχι αυτος, που και τις ειναι;
25And my days are swifter than a runner: they flee away, they see no good.
25[] Αι δε ημεραι μου ειναι ταχυδρομου ταχυτεραι· φευγουσι και δεν βλεπουσι καλον.
26They pass by like skiffs of reed; as an eagle that swoops upon the prey.
26Παρηλθον ως πλοια σπευδοντα· ως αετος πετωμενος επι το θηραμα.
27If I say, I will forget my complaint, I will leave off my [sad] countenance, and brighten up,
27Εαν ειπω, Θελω λησμονησει το παραπονον μου, θελω παραιτησει το πενθος μου και παρηγορηθη·
28I am afraid of all my sorrows; I know that thou wilt not hold me innocent.
28τρομαζω δια πασας τας θλιψεις μου, γνωριζων οτι δεν θελεις με αθωωσει.
29Be it that I am wicked, why then do I labour in vain?
29Ειμαι ασεβης· δια τι λοιπον να κοπιαζω εις ματην;
30If I washed myself with snow-water, and cleansed my hands in purity,
30Εαν λουσθω εν υδατι χιονος και επιμελως αποκαθαρισω τας χειρας μου·
31Then wouldest thou plunge me in the ditch, and mine own clothes would abhor me.
31συ ομως θελεις με βυθισει εις τον βορβορον, ωστε και αυτα μου τα ιματια θελουσι με βδελυττεσθαι.
32For he is not a man, as I am, that I should answer him; that we should come together in judgment.
32Διοτι δεν ειναι ανθρωπος ως εγω, δια να αποκριθω προς αυτον, και να ελθωμεν εις κρισιν ομου.
33There is not an umpire between us, who should lay his hand upon us both.
33Δεν υπαρχει μεσιτης μεταξυ ημων, δια να βαλη την χειρα αυτου επ' αμφοτερους ημας.
34Let him take his rod away from me, and let not his terror make me afraid,
34Ας απομακρυνη απ' εμου την ραβδον αυτου, και ο φοβος αυτου ας μη με εκπληττη·
35[Then] I will speak, and not fear him; but it is not so with me.
35τοτε θελω λαλησει και δεν θελω φοβηθη αυτον· διοτι ουτω δεν ειμαι εν εμαυτω.