1{A Song of degrees. Of Solomon.} Unless Jehovah build the house, in vain do its builders labour in it; unless Jehovah keep the city, the keeper watcheth in vain:
1[] <<Ωιδη των Αναβαθμων, του Σολομωντος.>> Εαν ο Κυριος δεν οικοδομηση οικον, εις ματην κοπιαζουσιν οι οικοδομουντες αυτον· εαν ο Κυριος δεν φυλαξη πολιν, εις ματην αγρυπνει ο φυλαττων.
2It is vain for you to rise up early, to lie down late, to eat the bread of sorrows: so to his beloved one he giveth sleep.
2Ματαιον ειναι εις εσας να σηκονησθε πρωι, να πλαγιαζητε αργα, τρωγοντες τον αρτον του κοπου· ο Κυριος βεβαιως διδει υπνον εις τον αγαπητον αυτου.
3Lo, children are an inheritance from Jehovah, [and] the fruit of the womb a reward.
3Ιδου, κληρονομια παρα του Κυριου ειναι τα τεκνα· μισθος αυτου ο καρπος της κοιλιας.
4As arrows in the hand of a mighty man, so are the children of youth.
4Καθως ειναι τα βελη εν τη χειρι του δυνατου, ουτως οι υιοι της νεοτητος.
5Happy is the man that hath filled his quiver with them. They shall not be ashamed when they speak with enemies in the gate.
5Μακαριος ο ανθρωπος, οστις εγεμισε την βελοθηκην αυτου εκ τουτων· οι τοιουτοι δεν θελουσι καταισχυνθη, οταν λαλωσι μετα των εχθρων εν τη πυλη.