1{To the chief Musician, to Jeduthun. A Psalm of David.} I said, I will take heed to my ways, that I sin not with my tongue: I will keep my mouth with a muzzle, while the wicked is before me.
1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, τον Ιεδουθουν. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Ειπα, Θελω προσεχει εις τας οδους μου, δια να μη αμαρτανω δια της γλωσσης μου· θελω φυλαττει το στομα μου με χαλινον, ενω ειναι ο ασεβης εμπροσθεν μου.
2I was dumb with silence, I held my peace from good; and my sorrow was stirred.
2Εσταθην αφωνος και σιωπηλος· εσιωπησα και απο του να λεγω καλον· και ο πονος μου ανεταραχθη.
3My heart burned within me; the fire was kindled in my musing: I spoke with my tongue,
3Εθερμανθη η καρδια μου εντος μου· ενω εμελετων, εξηφθη εν εμοι πυρ· ελαλησα δια της γλωσσης μου και ειπα,
4Make me to know, Jehovah, mine end, and the measure of my days, what it is: I shall know how frail I am.
4Καμε γνωστον εις εμε, Κυριε, το τελος μου και τον αριθμον των ημερων μου, τις ειναι, δια να γνωρισω ποσον ετι θελω ζησει.
5Behold, thou hast made my days [as] hand-breadths, and my lifetime is as nothing before thee; verily, every man, [even] the high placed, is altogether vanity. Selah.
5Ιδου, μετρον σπιθαμης κατεστησας τας ημερας μου, και ο καιρος της ζωης μου ειναι ως ουδεν εμπροσθεν σου· επ' αληθειας πας ανθρωπος, καιτοι στερεος, ειναι ολως ματαιοτης. Διαψαλμα.
6Verily, man walketh in a vain show; verily they are disquieted in vain; he heapeth up [riches], and knoweth not who shall gather them.
6Βεβαιως ο ανθρωπος περιπατει εν φαντασια· βεβαιως εις ματην ταραττεται· θησαυριζει, και δεν εξευρει τις θελει συναξει αυτα.
7And now, what wait I for, Lord? my hope is in thee.
7[] Και τωρα, Κυριε, τι περιμενω; η ελπις μου ειναι επι σε.
8Deliver me from all my transgressions; make me not the reproach of the foolish.
8Απο πασων των ανομιων μου λυτρωσον με· μη με καμης ονειδος του αφρονος.
9I was dumb, I opened not my mouth; for *thou* hast done [it].
9Εγεινα αφωνος· δεν ηνοιξα το στομα μου, επειδη συ εκαμες τουτο.
10Remove thy stroke away from me: I am consumed by the blow of thy hand.
10Απομακρυνον απ' εμου την πληγην σου· απο της παλης της χειρος σου εγω απεκαμον.
11When thou with rebukes dost correct a man for iniquity, thou makest his beauty to consume away like a moth: surely, every man is vanity. Selah.
11Οταν δι' ελεγχων παιδευης ανθρωπον δια ανομιαν, Κατατρωγεις ως σκωληξ την ωραιοτητα αυτου· τω οντι ματαιοτης πας ανθρωπος. Διαψαλμα.
12Hear my prayer, Jehovah, and give ear unto my cry; be not silent at my tears: for I am a stranger with thee, a sojourner, like all my fathers.
12Εισακουσον, Κυριε, της προσευχης μου και δος ακροασιν εις την κραυγην μου· μη παρασιωπησης εις τα δακρυα μου. Διοτι παροικος ειμαι παρα σοι και παρεπιδημος, καθως παντες οι πατερες μου.
13Look away from me, and let me recover strength, before I go hence and be no more.
13Παυσαι απ' εμου, δια να αναλαβω δυναμιν, πριν αποδημησω και δεν υπαρχω πλεον.