1{To the chief Musician. An instruction; of the sons of Korah.} As the hart panteth after the water-brooks, so panteth my soul after thee, O God.
1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, Μασχιλ, δια τους υιους Κορε.>> Καθως επιποθει η ελαφος τους ρυακας των υδατων, ουτως η ψυχη μου σε επιποθει, Θεε.
2My soul thirsteth for God, for the living ùGod: when shall I come and appear before God?
2Διψα η ψυχη μου τον Θεον, τον Θεον τον ζωντα· ποτε θελω ελθει και θελω φανη ενωπιον του Θεου;
3My tears have been my bread day and night, while they say unto me all the day, Where is thy God?
3Τα δακρυα μου εγειναν τροφη μου ημεραν και νυκτα, οταν μοι λεγωσι καθ' ημεραν, Που ειναι ο Θεος σου;
4These things I remember and have poured out my soul within me: how I passed along with the multitude, how I went on with them to the house of God, with the voice of joy and praise, a festive multitude.
4Ταυτα ενεθυμηθην και εξεχεα την ψυχην μου εντος μου, οτι διεβαινον μετα του πληθους και περιεπατουν μετ' αυτου εως του οικου του Θεου, εν φωνη χαρας και αινεσεως, μετα πληθους εορταζοντος.
5Why art thou cast down, my soul, and art disquieted in me? hope in God; for I shall yet praise him, [for] the health of his countenance.
5Δια τι εισαι περιλυπος, ψυχη μου; και δια τι ταραττεσαι εντος μου; ελπισον επι τον Θεον· επειδη ετι θελω υμνει αυτον· το προσωπον αυτου ειναι σωτηρια.
6My God, my soul is cast down within me; therefore do I remember thee from the land of the Jordan, and the Hermons, from mount Mizar.
6[] Θεε μου, η ψυχη μου ειναι περιλυπος εντος μου· δια τουτο θελω σε ενθυμεισθαι εκ γης Ιορδανου και Ερμωνειμ εκ του ορους Μισαρ.
7Deep calleth unto deep at the noise of thy cataracts; all thy breakers and thy billows are gone over me.
7Αβυσσος προσκαλει αβυσσον εις τον ηχον των καταρρακτων σου· παντα τα κυματα σου και αι τρικυμιαι σου διηλθον επ' εμε.
8In the day-time will Jehovah command his loving-kindness, and in the night his song shall be with me, a prayer unto the ùGod of my life.
8Εν τη ημερα θελει προσταξει ο Κυριος το ελεος αυτου· εν δε τη νυκτι θελει εισθαι μετ' εμου η ωδη αυτου, η προσευχη μου προς τον Θεον της ζωης μου.
9I will say unto ùGod my rock, Why hast thou forgotten me? why go I mourning because of the oppression of the enemy?
9Θελω ειπει προς τον Θεον, την πετραν μου, δια τι με ελησμονησας; δια τι περιπατω σκυθρωπος εκ της καταθλιψεως του εχθρου;
10As with a crushing in my bones mine adversaries reproach me, while they say unto me all the day, Where is thy God?
10Οι εχθροι μου ονειδιζοντες με συντριβουσι τα οστα μου, λεγοντες μοι καθ' ημεραν, Που ειναι ο Θεος σου;
11Why art thou cast down, my soul? and why art thou disquieted within me? hope in God; for I shall yet praise him, [who is] the health of my countenance, and my God.
11Δια τι εισαι περιλυπος, ψυχη μου; και δια τι ταραττεσαι εντος μου; ελπισον επι τον Θεον· επειδη ετι θελω υμνει αυτον· αυτος ειναι η σωτηρια του προσωπου μου και ο Θεος μου.