Darby's Translation

Greek: Modern

Psalms

91

1He that dwelleth in the secret place of the Most High shall abide under the shadow of the Almighty.
1[] Ο κατοικων υπο την σκεπην του Υψιστου υπο την σκιαν του Παντοκρατορος θελει διατριβει.
2I say of Jehovah, My refuge and my fortress; my God, I will confide in him.
2Θελω λεγει προς τον Κυριον, Συ εισαι καταφυγη μου και φρουριον μου· Θεος μου· επ' αυτον θελω ελπιζει.
3Surely *he* shall deliver thee from the snare of the fowler, [and] from the destructive pestilence.
3Διοτι αυτος θελει σε λυτρονει εκ της παγιδος των κυνηγων και εκ θανατηφορου λοιμου.
4He shall cover thee with his feathers, and under his wings shalt thou find refuge: his truth is a shield and buckler.
4Με τα πτερα αυτου θελει σε σκεπαζει, και υπο τας πτερυγας αυτου θελεις εισθαι ασφαλης· η αληθεια αυτου ειναι πανοπλια και ασπις.
5Thou shalt not be afraid for the terror by night, for the arrow that flieth by day,
5Δεν θελεις φοβεισθαι απο φοβου νυκτερινου, την ημεραν απο βελους πετωμενου.
6For the pestilence that walketh in darkness, for the destruction that wasteth at noonday.
6Απο θανατικου, το οποιον περιπατει εν σκοτει· απο ολεθρου, οστις ερημονει εν μεσημβρια·
7A thousand shall fall at thy side, and ten thousand at thy right hand; [but] it shall not come nigh thee.
7Χιλιας θελει πιπτει εξ αριστερων σου και μυριας εκ δεξιων σου· πλην εις σε δεν θελει πλησιαζει.
8Only with thine eyes shalt thou behold, and see the reward of the wicked.
8Μονον με τους οφθαλμους σου θελεις θεωρει και θελεις βλεπει των ασεβων την ανταποδοσιν.
9Because *thou* hast made Jehovah, my refuge, the Most High, thy dwelling-place,
9[] Επειδη συ τον Κυριον, την ελπιδα μου, τον Υψιστον εκαμες καταφυγιον σου,
10There shall no evil befall thee, neither shall any plague come nigh thy tent.
10δεν θελει συμβαινει εις σε κακον, και μαστιξ δεν θελει πλησιαζει εις την σκηνην σου.
11For he shall give his angels charge concerning thee, to keep thee in all thy ways:
11Διοτι θελει προσταξει εις τους αγγελους αυτου περι σου, δια να σε διαφυλαττωσιν εν πασαις ταις οδοις σου.
12They shall bear thee up in [their] hands, lest thou dash thy foot against a stone.
12Θελουσι σε σηκονει επι των χειρων αυτων, δια να μη προσκοψης προς λιθον τον ποδα σου.
13Thou shalt tread upon the lion and the adder; the young lion and the dragon shalt thou trample under foot.
13Θελεις πατησει επι λεοντα και επι ασπιδα· θελεις καταπατησει σκυμνον και δρακοντα.
14Because he hath set his love upon me, therefore will I deliver him; I will set him on high, because he hath known my name.
14Επειδη εθεσεν εις εμε την αγαπην αυτου, δια τουτο θελω λυτρωσει αυτον· θελω υψωσει αυτον, διοτι εγνωρισε το ονομα μου.
15He shall call upon me, and I will answer him; I will be with him in trouble, I will deliver him and honour him.
15Θελει με επικαλεισθαι, και θελω εισακουει αυτου· μετ' αυτου θελω εισθαι εν θλιψει· θελω λυτρονει αυτον και θελω δοξαζει αυτον.
16With length of days will I satisfy him, and shew him my salvation.
16Θελω χορτασει αυτον μακροτητα ημερων και θελω δειξει εις αυτον την σωτηριαν μου.