1Het geschiedde nu, toen Samuel oud geworden was, zo stelde hij zijn zonen tot richters over Israel.
1[] Και οτε εγηρασεν ο Σαμουηλ, κατεστησε τους υιους αυτου κριτας επι τον Ισραηλ.
2De naam van zijn eerstgeborenen zoon nu was Joel, en de naam van zijn tweeden was Abia; zij waren richters te Ber-seba.
2Ητο δε το ονομα του πρωτοτοκου υιου αυτου Ιωηλ και το ονομα του δευτερου αυτου Αβια· ουτοι ησαν κριται εν Βηρ-σαβεε.
3Doch zijn zonen wandelden niet in zijn wegen; maar zij neigden zich tot de gierigheid, en namen geschenken, en bogen het recht.
3Πλην δεν περιεπατησαν οι υιοι αυτου εις τας οδους αυτου, αλλ' εξεκλιναν οπισω του κερδους και εδωροδοκουντο και διεστρεφον την κρισιν.
4Toen vergaderden zich alle oudsten van Israel, en zij kwamen tot Samuel te Rama;
4[] Οθεν συνηθροισθησαν παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ και ηλθον προς τον Σαμουηλ εις Ραμα,
5En zij zeiden tot hem: Zie, gij zijt oud geworden, en uw zonen wandelen niet in uw wegen; zo zet nu een koning over ons, om ons te richten, gelijk al de volken hebben.
5και ειπον προς αυτον, Ιδου, συ εγηρασας, και οι υιοι σου δεν περιπατουσιν εις τας οδους σου· καταστησον λοιπον εις ημας βασιλεα δια να κρινη ημας, καθως εχουσι παντα τα εθνη.
6Maar dit woord was kwaad in de ogen van Samuel, als zij zeiden: Geef ons een koning, om ons te richten. En Samuel bad den HEERE aan.
6Το πραγμα ομως δεν ηρεσεν εις τον Σαμουηλ, οτι ειπον, Δος εις ημας βασιλεα δια να κρινη ημας. Και εδεηθη ο Σαμουηλ προς τον Κυριον.
7Doch de HEERE zeide tot Samuel: Hoor naar de stem des volks in alles, wat zij tot u zeggen zullen; want zij hebben u niet verworpen, maar zij hebben Mij verworpen, dat Ik geen Koning over hen zal zijn.
7Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαμουηλ, Ακουσον της φωνης του λαου, κατα παντα οσα λεγουσι προς σε· διοτι δεν απεβαλον σε, αλλ' εμε απεβαλον απο του να βασιλευω επ' αυτους·
8Naar de werken, die zij gedaan hebben, van dien dag af, toen Ik hen uit Egypte geleid heb, tot op dezen dag toe, en hebben Mij verlaten en andere goden gediend; alzo doen zij u ook.
8κατα παντα τα εργα τα οποια επραξαν, αφ' ης ημερας ανεβιβασα αυτους εξ Αιγυπτου εως της ημερας ταυτης, εγκαταλιποντες με και λατρευσαντες αλλους θεους, ουτω καμνουσι και προς σε·
9Hoor dan nu naar hun stem; doch als gij hen op het hoogste zult betuigd hebben, zo zult gij hen te kennen geven de wijze des konings, die over hen regeren zal.
9τωρα λοιπον ακουσον της φωνης αυτων· πλην διαμαρτυρηθητι παρρησια προς αυτους και δειξον εις αυτους τον τροπον του βασιλεως, οστις θελει βασιλευσει επ' αυτους.
10Samuel nu zeide al de woorden des HEEREN het volk aan, hetwelk een koning van hem begeerde.
10Και ελαλησεν ο Σαμουηλ παντας τους λογους του Κυριου προς τον λαον, τον ζητουντα παρ' αυτου βασιλεα·
11En zeide: Dit zal des konings wijze zijn, die over u regeren zal: hij zal uw zonen nemen, dat hij hen zich stelle tot zijn wagen, en tot zijn ruiteren, dat zij voor zijn wagen henen lopen;
11και ειπεν, Ουτος θελει εισθαι ο τροπος του βασιλεως, οστις θελει βασιλευσει εφ' υμας· τους υιους υμων θελει λαμβανει και διοριζει εις εαυτον, δια τας αμαξας αυτου και δια ιππεις αυτου και δια να προτρεχωσι των αμαξων αυτου.
12En dat hij hen zich stelle tot oversten der duizenden, en tot oversten der vijftigen; en dat zij zijn akker ploegen, en dat zij zijn oogst oogsten, en dat zij zijn krijgswapenen maken, mitsgaders zijn wapentuig.
12Και θελει διοριζει εις εαυτον χιλιαρχους και πεντηκονταρχους· και εις το να εργαζωνται την γην αυτου και να θεριζωσι τον θερισμον αυτου, και να κατασκευαζωσι τα πολεμικα αυτου σκευη και την σκευην των αμαξων αυτου.
13En uw dochteren zal hij nemen tot apothekeressen, en tot keukenmaagden, en tot baksters.
13Και τας θυγατερας σας θελει λαμβανει δια μυρεψους και μαγειρισσας και αρτοποιους·
14En uw akkers, en uw wijngaarden, en uw olijfgaarden, die de beste zijn, zal hij nemen, en zal ze aan zijn knechten geven.
14και τους αγρους σας και τους αμπελωνας σας και τους ελαιωνας σας τους καλητερους θελει λαβει και δωσει εις τους δουλους αυτου.
15En uw zaad, en uw wijngaarden zal hij vertienen, en hij zal ze aan zijn hovelingen, en aan zijn knechten geven.
15Και το δεκατον των σπαρτων σας και των αμπελωνων σας θελει λαμβανει και διδει εις τους ευνουχους αυτου και εις τους δουλους αυτου.
16En hij zal uw knechten, en uw dienstmaagden, en uw beste jongelingen, en uw ezelen nemen, en hij zal zijn werk daarmede doen.
16Και τους δουλους σας και τας δουλας σας και τους καλητερους νεους σας και τους ονους σας θελει λαμβανει και διοριζει εις τας εργασιας αυτου.
17Hij zal uw kudden vertienen; en gij zult hem tot knechten zijn.
17Τα ποιμνια σας θελει δεκατιζει· και σεις θελετε εισθαι δουλοι αυτου.
18Gij zult wel te dien dage roepen, vanwege uw koning, dien gij u zult verkoren hebben, maar de HEERE zal u te dien dage niet verhoren.
18Και θελετε βοα εν εκεινη τη ημερα ενεκα του βασιλεως σας, τον οποιον σεις εκλεξατε εις εαυτους· αλλ' ο Κυριος δεν θελει σας επακουσει εν εκεινη τη ημερα.
19Doch het volk weigerde Samuels stem te horen; en zij zeiden: Neen, maar er zal een koning over ons zijn.
19Ο λαος ομως δεν ηθελησε να υπακουση εις την φωνην του Σαμουηλ· και ειπον, Ουχι· αλλα βασιλευς θελει εισθαι εφ' ημας·
20En wij zullen ook zijn gelijk al de volken; en onze koning zal ons richten, en hij zal voor onze aangezichten uitgaan, en hij zal onze krijgen voeren.
20δια να ημεθα και ημεις ως παντα τα εθνη· και να κρινη ημας ο βασιλευς ημων και να εξερχηται εμπροσθεν ημων και να μαχηται τας μαχας ημων.
21Als Samuel al de woorden des volks gehoord had, zo sprak hij dezelve voor de oren des HEEREN.
21Και ηκουσεν ο Σαμουηλ παντας τους λογους του λαου και ανεφερεν αυτους εις τα ωτα του Κυριου.
22De HEERE nu zeide tot Samuel: Hoor naar hun stem, en stel hun een koning. Toen zeide Samuel tot de mannen van Israel: Gaat heen, een iegelijk naar zijn stad.
22Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαμουηλ, Ακουσον της φωνης αυτων και καταστησον επ' αυτους βασιλεα. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τους ανδρας του Ισραηλ, Υπαγετε εκαστος εις την πολιν αυτου.