1Toen zeide Salomo: De HEERE heeft gezegd, dat Hij in de donkerheid zou wonen.
1[] Τοτε ελαλησεν ο Σολομων, Ο Κυριος ειπεν οτι θελει κατοικει εν γνοφω·
2En ik heb U een huis ter woonstede gebouwd, en een vaste plaats tot Uw eeuwige woning.
2αλλ' εγω ωκοδομησα εις σε οικον κατοικησεως και τοπον δια να κατοικης αιωνιως.
3Daarna wendde de koning zijn aangezicht om, en zegende de ganse gemeente van Israel; en de ganse gemeente van Israel stond.
3Και στρεψας ο βασιλευς το προσωπον αυτου, ευλογησε πασαν την συναγωγην του Ισραηλ· πασα δε η συναγωγη του Ισραηλ ιστατο.
4En hij zeide: Geloofd zij de HEERE, de God van Israel, Die met Zijn mond tot mijn vader David gesproken heeft, en heeft het met Zijn handen vervuld, zeggende:
4Και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εξετελεσε δια των χειρων αυτου εκεινο το οποιον ελαλησε δια του στοματος αυτου προς Δαβιδ τον πατερα μου, λεγων,
5Van dien dag af, dat Ik Mijn volk uit Egypteland uitgevoerd heb, heb Ik geen stad verkoren uit alle stammen van Israel, om een huis te bouwen, dat Mijn Naam daar zou wezen; en geen man verkoren om een voorganger te zijn over Mijn volk Israel.
5Αφ' ης ημερας εξηγαγον τον λαον μου εκ γης Αιγυπτου, δεν εξελεξα απο πασων των φυλων του Ισραηλ ουδεμιαν πολιν, δια να οικοδομηθη οικος, ωστε να ηναι το ονομα μου εκει· ουδε εξελεξα ανδρα, δια να ηναι κυβερνητης επι τον λαον μου Ισραηλ·
6Maar Ik heb Jeruzalem verkoren, dat Mijn Naam daar zou wezen; en Ik heb David verkoren, dat hij over Mijn volk Israel wezen zou.
6αλλ' εξελεξα την Ιερουσαλημ, δια να ηναι το ονομα μου εκει· και εξελεξα τον Δαβιδ, δια να ηναι επι τον λαον μου Ισραηλ.
7Het was ook in het hart van mijn vader David, een huis te bouwen den Naam des HEEREN, des Gods van Israel.
7Και ηλθεν εις την καρδιαν Δαβιδ του πατρος μου να οικοδομηση οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ.
8Maar de HEERE zeide tot mijn vader David: Dewijl dat in uw hart geweest is, Mijn Naam een huis te bouwen, gij hebt welgedaan, dat het in uw hart geweest is.
8Αλλ' ο Κυριος ειπε προς Δαβιδ τον πατερα μου, Επειδη ηλθεν εις την καρδιαν σου να οικοδομησης οικον εις το ονομα μου, καλως μεν εκαμες οτι συνελαβες τουτο εν τη καρδια σου·
9Evenwel, gij zult dat huis niet bouwen, maar uw zoon, die uit uw lenden voortkomen zal, die zal Mijn Naam dat huis bouwen.
9πλην συ δεν θελεις οικοδομησει τον οικον· αλλ' ο υιος σου, οστις θελει εξελθει εκ της οσφυος σου, ουτος θελει οικοδομησει τον οικον εις το ονομα μου.
10Zo heeft de HEERE Zijn woord bevestigd, dat Hij gesproken had; want ik ben opgestaan in de plaats van mijn vader David, en ik zit op den troon van Israel, gelijk als de HEERE gesproken heeft; en ik heb een huis gebouwd den Naam des HEEREN, des Gods van Israel.
10Ο Κυριος λοιπον επληρωσε τον λογον αυτου τον οποιον ελαλησε· και εγω ανεστην αντι Δαβιδ του πατρος μου και εκαθησα επι του θρονου του Ισραηλ, καθως ελαλησε Κυριος, και ωκοδομησα τον οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ·
11En ik heb daar de ark gesteld, waarin het verbond des HEEREN is, hetwelk Hij maakte met de kinderen Israels.
11και εθεσα εκει την κιβωτον, εν η κειται η διαθηκη του Κυριου, την οποιαν εκαμε προς τους υιους Ισραηλ.
12En hij stond voor het altaar des HEEREN, tegenover de ganse gemeente van Israel; en hij breidde zijn handen uit;
12[] Και σταθεις ο Σολομων εμπροσθεν του θυσιαστηριου του Κυριου, ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ, εξετεινε τας χειρας αυτου·
13(Want Salomo had een koperen gestoelte gemaakt, en had het gesteld in het midden des voorhofs; zijnde vijf ellen in zijn lengte en vijf ellen in zijn breedte, en drie ellen in zijn hoogte; en hij stond daarop, en knielde op zijn knieen voor de ganse gemeente van Israel, en breidde zijn handen uit naar den hemel.)
13διοτι ο Σολομων εκαμε βασιν χαλκινην, εχουσαν πεντε πηχων μηκος, και πεντε πηχων πλατος, και τριων πηχων υψος· και εθεσεν αυτην εν τω μεσω της αυλης· και σταθεις επ' αυτης επεσεν επι τα γονατα αυτου ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ και εξετεινε τας χειρας αυτου προς τον ουρανον,
14En hij zeide: HEERE, God van Israel, er is geen God gelijk Gij, in den hemel noch op de aarde, houdende het verbond en de weldadigheid aan Uw knechten, die voor Uw aangezicht met hun ganse hart wandelen;
14και ειπε, Κυριε Θεε του Ισραηλ, δεν ειναι Θεος ομοιος σου εν τω ουρανω και επι της γης· οστις φυλαττεις την διαθηκην και το ελεος προς τους δουλους σου, τους περιπατουντας ενωπιον σου εν ολη τη καρδια αυτων·
15Die Uw knecht, mijn vader David, gehouden hebt, wat Gij tot hem gesproken hadt; want met Uw mond hebt Gij gesproken, en met Uw hand vervuld, gelijk het te dezen dage is.
15οστις εφυλαξας προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου οσα ελαλησας προς αυτον, και ελαλησας δια του στοματος σου και εξετελεσας δια της χειρος σου, καθως την ημεραν ταυτην.
16En nu, HEERE, God van Israel, houd Uw knecht, mijn vader David, wat Gij tot hem gesproken hebt, zeggende: Geen man zal u van voor Mijn aangezicht afgesneden worden, die zitte op den troon van Israel; alleenlijk zo uw zonen hun weg bewaren, om te wandelen in Mijn wet, gelijk als gij gewandeld hebt voor Mijn aangezicht.
16Και τωρα, Κυριε Θεε του Ισραηλ, φυλαξον προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου εκεινο το οποιον υπεσχεθης προς αυτον, λεγων, Δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ απ' εμπροσθεν μου καθημενος επι του θρονου του Ισραηλ, μονον εαν προσεχωσιν οι υιοι σου εις την οδον αυτων, δια να περιπατωσιν εις τον νομον μου, καθως συ περιεπατησας ενωπιον μου.
17Nu dan, o HEERE, God van Israel! Laat Uw woord waar worden, hetwelk Gij gesproken hebt tot Uw knecht, tot David.
17Τωρα λοιπον, Κυριε Θεε του Ισραηλ, ας αληθευση ο λογος σου, τον οποιον ελαλησας προς τον δουλον σου τον Δαβιδ.
18Maar waarlijk, zou God bij de mensen op de aarde wonen? Ziet de hemelen, ja, de hemel der hemelen, zouden U niet begrijpen, hoeveel te min dit huis, dat ik gebouwd heb?
18Αλλα θελει αληθως κατοικησει Θεος μετα ανθρωπου επι της γης; Ιδου, ο ουρανος, και ο ουρανος των ουρανων, δεν ειναι ικανοι να σε χωρεσωσι ποσον ολιγωτερον ο οικος ουτος, τον οποιον ωκοδομησα;
19Wend U dan nog tot het gebed Uws knechts, en tot zijn smeking, o HEERE, mijn God, om te horen naar het geroep en naar het gebed, dat Uw knecht voor Uw aangezicht bidt.
19Πλην επιβλεψον επι την προσευχην του δουλου σου και επι την δεησιν αυτου, Κυριε Θεε μου, ωστε να επακουσης της κραυγης και της δεησεως, την οποιαν ο δουλος σου δεεται ενωπιον σου·
20Dat Uw ogen open zijn, dag en nacht, over dit huis, over de plaats, van dewelke Gij gezegd hebt, Uw Naam daar te zullen zetten; om te horen naar het gebed, hetwelk Uw knecht bidden zal in deze plaats.
20δια να ηναι οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι προς τον οικον τουτον ημεραν και νυκτα, προς τον τοπον περι του οποιου ειπας οτι θελεις θεσει το ονομα σου εκει, δια να επακουης της δεησεως την οποιαν ο δουλος σου θελει δεεσθαι εν τω τοπω τουτω.
21Hoor dan naar de smekingen van Uw knecht, en van Uw volk Israel, die in deze plaats zullen bidden; en hoor Gij uit de plaats Uwer woning, uit den hemel, ja, hoor, en vergeef.
21Και επακουε των δεησεων του δουλου σου και του λαου σου Ισραηλ, οταν προσευχωνται εν τω τοπω τουτω· και ακουε συ εκ του τοπου της κατοικησεως σου, εκ του ουρανου· και ακουων, γινου ιλεως.
22Wanneer iemand tegen zijn naaste zal gezondigd hebben, en die hem een eed des vloeks opgelegd zal hebben, om zichzelven te vervloeken, en de eed des vloeks voor Uw altaar in dit huis komen zal;
22Εαν αμαρτηση ανθρωπος εις τον πλησιον αυτου και ζητηση ορκον παρ' αυτου δια να καμη αυτον να ορκισθη, και ο ορκος ελθη εμπροσθεν του θυσιαστηριου σου εν τω οικω τουτω,
23Hoor Gij dan uit den hemel, en doe, en richt Uw knechten, vergeldende den goddeloze, gevende zijn weg op zijn hoofd, en rechtvaardigende den rechtvaardige, gevende hem naar zijn gerechtigheid.
23τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και ενεργησον και κρινον τους δουλους σου, ανταποδιδων μεν εις τον ανομον, ωστε να στρεψης κατα της κεφαλης αυτου την πραξιν αυτου, δικαιονων δε τον δικαιον, ωστε να αποδωσης εις αυτον κατα την δικαιοσυνην αυτου.
24Wanneer ook Uw volk Israel voor het aangezicht des vijands zal geslagen worden, omdat zij tegen U gezondigd zullen hebben, en zich bekeren, en Uw Naam belijden, en voor Uw aangezicht in dit huis bidden en smeken zullen,
24Και εαν κτυπηθη ο λαος σου Ισραηλ εμπροσθεν του εχθρου, διοτι ημαρτησαν εις σε, και επιστρεψωσι και δοξασωσι το ονομα σου και προσευχηθωσι και δεηθωσι προς σε εν τω οικω τουτω,
25Hoor Gij dan uit den hemel, en vergeef de zonden van Uw volk Israel, en breng hen weder in het land, dat Gij hun en hun vaderen gegeven hebt.
25τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν του λαου σου Ισραηλ, και επαναγαγε αυτους εις την γην την οποιαν εδωκας εις αυτους και εις τους πατερας αυτων.
26Als de hemel zal gesloten zijn, dat er geen regen is, omdat zij tegen U gezondigd zullen hebben; en zij in deze plaats bidden, en Uw Naam belijden, en van hun zonden zich bekeren zullen, als Gij hen geplaagd zult hebben;
26Οταν ο ουρανος κλεισθη και δεν γινηται βροχη, διοτι ημαρτησαν εις σε, εαν προσευχηθωσι προς τον τοπον τουτον και δοξασωσι το ονομα σου και επιστρεψωσιν απο των αμαρτιων αυτων, αφου ταπεινωσης αυτους,
27Hoor Gij dan in den hemel, en vergeef de zonden Uwer knechten en van Uw volk Israel, als Gij hun zult geleerd hebben den goeden weg, in denwelken zij wandelen zullen; en geef regen op Uw land, dat Gij Uw volk tot een erfenis gegeven hebt.
27τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν των δουλων σου και του λαου σου Ισραηλ, διδαξας αυτους την οδον την αγαθην εις την οποιαν πρεπει να περιπατωσι και δος βροχην επι την γην σου, την οποιαν εδωκας εις τον λαον σου δια κληρονομιαν.
28Als er honger in het land wezen zal, als er pest wezen zal, als er brandkoren of honigdauw, sprinkhanen en kevers wezen zullen, als iemand van zijn vijanden in het land zijner poorten hem belegeren zal, of enige plage, of enige krankheid wezen zal;
28Πεινα εαν γεινη εκ τη γη, θανατικον εαν γεινη, ανεμοφθορια και ερυσιβη, ακρις και βρουχος εαν γεινη, οι εχθροι αυτων εαν πολιορκησωσιν αυτους εν τω τοπω της κατοικιας αυτων, οποιαδηποτε πληγη και οποιαδηποτε νοσος γεινη,
29Alle gebed, alle smeking, die van enig mens, of van al Uw volk Israel geschieden zal, als zij erkennen, een ieder zijn plage en zijn smarte, en een ieder zijn handen in dit huis uitbreiden zal;
29πασαν προσευχην, πασαν δεησιν γινομενην υπο παντος ανθρωπου και υπο παντος του λαου σου Ισραηλ, οταν γνωριση εκαστος την πληγην αυτου και τον πονον αυτου και εκτεινη τας χειρας αυτου προς τον οικον τουτον,
30Hoor Gij dan uit den hemel, de vaste plaats Uwer woning, en vergeef, en geef een iegelijk naar al zijn wegen, gelijk Gij zijn hart kent; want Gij alleen kent het hart van de kinderen der mensen.
30τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, και συγχωρησον και δος εις εκαστον κατα πασας τας οδους αυτου, οπως γνωριζεις την καρδιαν αυτου, διοτι συ, μονος συ, γνωριζεις τας καρδιας των υιων των ανθρωπων·
31Opdat zij U vrezen, om te wandelen in Uw wegen, al de dagen, die zij leven zullen op het land, dat Gij onzen vaderen gegeven hebt.
31δια να σε φοβωνται, ωστε να περιπατωσιν εν ταις οδοις σου πασας τας ημερας οσας ζωσιν επι προσωπου της γης, την οποιαν εδωκας εις τους πατερας ημων.
32Zelfs ook aangaande den vreemde, die van Uw volk Israel niet zijn zal, maar uit verren lande, om Uws groten Naams, en Uwer sterke hand, en Uws uitgestrekten arms wil, komen zal; als zij komen, en bidden zullen in dit huis;
32Και τον ξενον ετι, οστις δεν ειναι εκ του λαου σου Ισραηλ, αλλ' ερχεται απο γης μακρας δια το ονομα σου το μεγα, και δια την χειρα σου την κραταιαν, και δια τον βραχιονα σου τον εξηπλωμενον, εαν ελθωσι και προσευχηθωσι προς τον οικον τουτον,
33Hoor Gij dan uit den hemel, uit de vaste plaats Uwer woning, en doe naar alles, waarom die vreemde tot U roepen zal; opdat alle volken der aarde Uw Naam kennen, zo om U te vrezen, gelijk Uw volk Israel, als om te weten, dat Uw Naam genoemd wordt over dit huis, hetwelk ik gebouwd heb.
33τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου, εκ του τοπου της κατοικησεως σου, και καμε κατα παντα περι οσων ο ξενος σε επικαλεσθη, δια να γνωρισωσι παντες οι λαοι της γης το ονομα σου και να σε φοβωνται, καθως ο λαος σου ο Ισραηλ, και δια να γνωρισωσιν οτι το ονομα σου εκληθη επι τον οικον τουτον, τον οποιον ωκοδομησα.
34Wanneer Uw volk in den krijg tegen zijn vijanden uittrekken zal door den weg, dien Gij hen heenzenden zult, en zullen tot U bidden naar den weg dezer stad, die Gij verkoren hebt, en naar dit huis, hetwelk ik Uw Naam gebouwd heb;
34Οταν ο λαος σου εξελθη εις πολεμον εναντιον των εχθρων αυτων, δια της οδου δι' ης αποστειλης αυτους, και προσευχηθωσιν εις σε προς την πολιν ταυτην την οποιαν εξελεξας, και τον οικον τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου,
35Hoor dan uit den hemel hun gebed en hun smeking, en voer hun recht uit.
35τοτε επακουσον εκ του ουρανου της προσευχης αυτων και της δεησεως αυτων, και καμε το δικαιον αυτων.
36Wanneer zij gezondigd zullen hebben tegen U (want geen mens is er, die niet zondigt), en Gij tegen hen vertoornd zult zijn, en hen leveren zult voor het aangezicht des vijands, dat degenen, die hen gevangen hebben, hen gevankelijk wegvoeren in een land, dat verre of nabij is;
36Οταν αμαρτησωσιν εις σε, διοτι ουδεις ανθρωπος ειναι αναμαρτητος, και οργισθης εις αυτους, και παραδωσης αυτους εμπροσθεν του εχθρου, και οι αιχμαλωτισται φερωσιν αυτους αιχμαλωτους εις γην μακραν η πλησιον,
37En zij in het land, waar zij gevankelijk weggevoerd zijn, weder aan hun hart brengen zullen, dat zij zich bekeren, en tot U smeken in het land hunner gevangenis, zeggende: Wij hebben gezondigd, verkeerdelijk gedaan, en goddelooslijk gehandeld;
37και ελθωσιν εις εαυτους εν τη γη οπου εφερθησαν αιχμαλωτοι, και επιστρεψωσι και δεηθωσι προς σε εν τη γη της αιχμαλωσιας αυτων, λεγοντες, Ημαρτομεν, ηνομησαμεν και ηδικησαμεν·
38En zij zich tot U bekeren, met hun ganse hart en met hun ganse ziel, in het land hunner gevangenis, waar zij hen gevankelijk weggevoerd hebben, en bidden zullen naar den weg huns lands, dat Gij hun vaderen gegeven hebt, en naar deze stad, die Gij verkoren hebt, en naar dit huis, dat ik Uw Naam gebouwd heb;
38και επιστρεψωσι προς σε εξ ολης της καρδιας αυτων και εξ ολης της ψυχης αυτων, εν τη γη της αιχμαλωσιας αυτων οπου εφερθησαν αιχμαλωτοι, και προσευχηθωσι προς την γην αυτων την οποιαν εδωκας εις τους πατερας αυτων, και την πολιν την οποιαν εξελεξας, και προς τον οικον τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου,
39Hoor dan uit den hemel, uit de vaste plaats Uwer woning, hun gebed en hun smekingen, en voer hun recht uit, en vergeef Uw volk, wat zij tegen U gezondigd zullen hebben.
39τοτε επακουσον εκ του ουρανου, εκ του τοπου της κατοικησεως σου, της προσευχης αυτων και των δεησεων αυτων, και καμε το δικαιον αυτων και συγχωρησον εις τον λαον σου τον αμαρτησαντα εις σε.
40Nu, mijn God, laat toch Uw ogen open en Uw oren opmerkende zijn tot het gebed dezer plaats.
40Τωρα, Θεε μου, ας ηναι, δεομαι, ανεωγμενοι οι οφθαλμοι σου και προσεκτικα τα ωτα σου εις την προσευχην την γινομενην εν τω τοπω τουτω.
41En nu, HEERE God, maak U op tot Uw rust, Gij en de ark Uwer kracht; laat Uw priesters, HEERE God, met heil bekleed worden, en laat Uw gunstgenoten over het goede blijde zijn.
41Και τωρα, αναστηθι, Κυριε Θεε, εις την αναπαυσιν σου, συ και η κιβωτος της δυναμεως σου· οι ιερεις σου, Κυριε Θεε, ας ενδυθωσι σωτηριαν, και οι οσιοι σου ας ευφρανθωσιν εν αγαθοις.
42O HEERE God! wend het aangezicht Uws gezalfden niet af; gedenk der weldadigheden van David, Uw knecht.
42Κυριε Θεε, μη απορριψης το προσωπον του κεχρισμενου σου. ενθυμηθητι τα ελεη Δαβιδ του δουλου σου.