Dutch Staten Vertaling

Greek: Modern

Exodus

17

1Daarna toog de ganse vergadering van de kinderen Israels, naar hun dagreizen, uit de woestijn Sin, op het bevel des HEEREN, en zij legerden zich te Rafidim. Daar nu was geen water voor het volk om te drinken.
1[] Και εσηκωθη πασα η συναγωγη των υιων Ισραηλ εκ της ερημου Σιν, ακολουθουντες τας οδοιπορειας αυτων κατα την προσταγην του Κυριου, και εστρατοπεδευσαν εν Ραφιδειν· οπου δεν ητο υδωρ δια να πιη ο λαος.
2Toen twistte het volk met Mozes, en zeide: Geeft gijlieden ons water, dat wij drinken! Mozes dan zeide tot hen: Wat twist gij met mij? Waarom verzoekt gij den HEERE?
2Και ελοιδορει ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγοντες, Δος εις ημας υδωρ δια να πιωμεν. Και ειπε προς αυτους ο Μωυσης, Δια τι λοιδορειτε κατ' εμου; δια τι πειραζετε τον Κυριον;
3Toen nu het volk aldaar dorstte naar water, zo murmureerde het volk tegen Mozes, en het zeide: Waartoe hebt gij ons nu uit Egypte doen optrekken, opdat gij mij, en mijn kinderen, en mijn vee, van dorst deed sterven?
3Και εδιψησεν ο λαος εκει δια υδωρ· και εγογγυζεν ο λαος κατα του Μωυσεως, λεγοντες, Δια τι τουτο; ανεβιβασας ημας εξ Αιγυπτου, δια να θανατωσης ημας και τα τεκνα ημων και τα κτηνη ημων με την διψαν;
4Zo riep Mozes tot den HEERE, zeggende: Wat zal ik dit volk doen? Er feilt niet veel aan, of zij zullen mij stenigen.
4Και εβοησεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, λεγων, Τι να καμω εις τουτον τον λαον; ολιγον λειπει να με λιθοβολησωσι.
5Toen zeide de HEERE tot Mozes: Ga heen voor het aangezicht des volks, en neem met u uit de oudsten van Israel; en neem uw staf in uw hand, waarmede gij de rivier sloegt, en ga heen.
5Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Διαβα εμπροσθεν του λαου, και λαβε μετα σεαυτου εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ· και την ραβδον, σου, με την οποιαν εκτυπησας τον ποταμον, λαβε εν τη χειρι σου και υπαγε·
6Zie, Ik zal aldaar voor uw aangezicht op den rotssteen in Horeb staan; en gij zult op den rotssteen slaan, zo zal er water uitgaan, dat het volk drinke. Mozes nu deed alzo voor de ogen der oudsten van Israel.
6ιδου, εγω θελω σταθη εκει εμπροσθεν σου επι της πετρας εν Χωρηβ, και θελεις κτυπησει την πετραν και θελει εξελθει υδωρ εξ αυτης δια να πιη ο λαος. Και εκαμεν ουτως ο Μωυσης ενωπιον των πρεσβυτερων του Ισραηλ.
7En hij noemde den naam dier plaats Massa en Meriba, om de twist der kinderen Israels, en omdat zij den HEERE verzocht hadden, zeggende: Is de HEERE in het midden van ons, of niet?
7Και εκαλεσε το ονομα του τοπου Μασσα, και Μεριβα, δια την λοιδοριαν των υιων Ιαραηλ, και διοτι επειρασαν τον Κυριον, λεγοντες, Ειναι ο Κυριος μεταξυ ημων η ουχι;
8Toen kwam Amalek en streed tegen Israel in Rafidim.
8[] Τοτε ηλθεν ο Αμαληκ και επολεμησε με τον Ισραηλ εν Ραφιδειν.
9Mozes dan zeide tot Jozua: Kies ons mannen, en trek uit, strijd tegen Amalek; morgen zal ik op de hoogte des heuvels staan, en de staf Gods zal in mijn hand zijn.
9Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Ιησουν, Εκλεξον εις ημας ανδρας και εξελθων πολεμησον με τον Αμαληκ· αυριον εγω θελω σταθη επι της κορυφης του βουνου, κρατων εν τη χειρι μου την ραβδον του Θεου.
10Jozua nu deed, als Mozes hem gezegd had, strijdende tegen Amalek; doch Mozes, Aaron en Hur klommen op de hoogte des heuvels.
10Και εκαμεν ο Ιησους καθως ειπε προς αυτον ο Μωυσης και επολεμησε με τον Αμαληκ· ο δε Μωυσης, ο Ααρων και ο Ωρ ανεβησαν επι την κορυφην του βουνου.
11En het geschiedde, terwijl Mozes zijn hand ophief, zo was Israel de sterkste; maar terwijl hij zijn hand nederliet, zo was Amalek de sterkste.
11Και οποτε ο Μωυσης υψονε την χειρα αυτου, ενικα ο Ισραηλ· οποτε δε κατεβιβαζε την χειρα αυτου, ενικα ο Αμαληκ.
12Doch de handen van Mozes werden zwaar; daarom namen zij een steen, en legden dien onder hem, dat hij daarop zat; en Aaron en Hur onderstutten zijn handen, de een op deze, en ander op de andere zijde; alzo waren zijn handen gewis, totdat de zon onderging.
12Αι χειρες δε του Μωυσεως ησαν βεβαρημεναι· οθεν λαβοντες λιθον, εθεσαν υποκατω αυτου και εκαθισεν επ' αυτου· ο δε Ααρων και ο Ωρ, εις εκ του ενος μερους και εις εκ του αλλου, υπεστηριζον τας χειρας αυτου· και αι χειρες αυτου εμενον εστηριγμεναι μεχρι δυσεως ηλιου.
13Alzo dat Jozua Amalek en zijn volk krenkte, door de scherpte des zwaards.
13Και κατεστρεψεν ο Ιησους τον Αμαληκ και τον λαον αυτου, εν στοματι μαχαιρας.
14Toen zeide de HEERE tot Mozes: Schrijf dit ter gedachtenis in een boek, en leg het in de oren van Jozua, dat Ik de gedachtenis van Amalek geheel uitdelgen zal van onder den hemel.
14Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Γραψον τουτο εν βιβλιω προς μνημοσυνον, και παραδος εις τα ωτα του Ιησου· οτι θελω εξαλειψει εξαπαντος την μνημην του Αμαληκ εκ της υπο τον ουρανον.
15En Mozes bouwde een altaar; en hij noemde deszelfs naam: De HEERE is mijn Banier!
15Και ωκοδομησεν εκει ο Μωυσης θυσιαστηριον και εκαλεσε το ονομα αυτου Ιεοβα-Νισσι·
16En hij zeide: Dewijl de hand op den troon des HEEREN is, zo zal de oorlog des HEEREN tegen Amalek zijn, van geslacht tot geslacht!
16και ειπεν, Επειδη χειρ υψωθη κατα του θρονου του Κυριου, θελει εισθαι πολεμος του Κυριου προς τον Αμαληκ απο γενεας εις γενεαν.