1Er was een man in het land Uz, zijn naam was Job; en dezelve man was oprecht, en vroom, en godvrezende, en wijkende van het kwaad.
1[] Ανθρωπος τις ητο εν τη γη της Αυσιτιδος ονομαζομενος Ιωβ· και ο ανθρωπος ουτος ητο αμεμπτος και ευθυς και φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου.
2En hem werden zeven zonen en drie dochteren geboren.
2Και εγεννηθησαν εις αυτον επτα υιοι και τρεις θυγατερες.
3Daartoe was zijn vee zeven duizend schapen, en drie duizend kemelen, en vijfhonderd juk ossen, en vijfhonderd ezelinnen; ook was zijn dienstvolk zeer veel; zodat deze man groter was dan al die van het oosten.
3Και ησαν τα κτηνη αυτου επτακισχιλια προβατα και τρισχιλιαι καμηλοι και πεντακοσια ζευγη βοων και πεντακοσιαι ονοι και πληθος πολυ υπηρετων· και ητο ο ανθρωπος εκεινος ο μεγαλητερος παντων των κατοικων της Ανατολης.
4En zijn zonen gingen, en maakten maaltijden in ieders huis op zijn dag; en zij zonden henen, en nodigden hun drie zusteren, om met hen te eten en te drinken.
4[] Και υπηγαινον οι υιοι αυτου και εκαμνον συμποσια εν ταις οικιαις αυτων, εκαστος κατα την ημεραν αυτου, και εστελλον και προσεκαλουν τας τρεις αδελφας αυτων δια να τρωγωσι και να πινωσι μετ' αυτων.
5Het geschiedde dan, als de dagen der maaltijden omgegaan waren, dat Job henenzond, en hen heiligde en des morgens vroeg opstond, en brandofferen offerde naar hun aller getal; want Job zeide: Misschien hebben mijn kinderen gezondigd, en God in hun hart gezegend. Alzo deed Job al die dagen.
5Και οτε ετελειονον αι ημεραι του συμποσιου, εστελλεν ο Ιωβ και ηγιαζεν αυτους, και εξεγειρομενος πρωι προσεφερεν ολοκαυτωματα κατα τον αριθμον παντων αυτων· διοτι ελεγεν ο Ιωβ, Μηπως οι υιοι μου ημαρτησαν και εβλασφημησαν τον Θεον εν τη καρδια αυτων. Ουτως εκαμνεν ο Ιωβ, παντοτε.
6Er was nu een dag, als de kinderen Gods kwamen, om zich voor den HEERE te stellen, dat de satan ook in het midden van hen kwam.
6[] Ημεραν δε τινα ηλθον οι υιοι του Θεου δια να παρασταθωσιν ενωπιον του Κυριου, και μεταξυ αυτων ηλθε και ο Σατανας.
7Toen zeide de HEERE tot den satan; Van waar komt gij? En de satan antwoordde den HEERE, en zeide: Van om te trekken op de aarde, en van die te doorwandelen.
7Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ποθεν ερχεσαι; Και ο Σατανας απεκριθη προς τον Κυριον και ειπε, Περιελθων την γην και εμπεριπατησας εν αυτη παρειμι.
8En de HEERE zeide tot den satan: Hebt gij ook acht geslagen op Mijn knecht Job? Want niemand is op de aarde gelijk hij, een man oprecht en vroom, godvrezende en wijkende van het kwaad.
8Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Εβαλες τον νουν σου επι τον δουλον μου Ιωβ, οτι δεν υπαρχει ομοιος αυτου εν τη γη, ανθρωπος αμεμπτος και ευθυς, φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου;
9Toen antwoordde de satan den HEERE, en zeide: Is het om niet, dat Job God vreest?
9Και απεκριθη ο Σατανας προς τον Κυριον και ειπε, Μηπως δωρεαν φοβειται ο Ιωβ τον Θεον;
10Hebt Gij niet een betuining gemaakt voor hem, en voor zijn huis, en voor al wat hij heeft rondom? Het werk zijner handen hebt Gij gezegend, en zijn vee is in menigte uitgebroken in den lande.
10δεν περιεφραξας κυκλοθεν αυτον και την οικιαν αυτου και παντα οσα εχει; τα εργα των χειρων αυτου ευλογησας, και τα κτηνη αυτου επληθυνθησαν επι της γης·
11Maar toch strek nu Uw hand uit, en tast aan alles, wat hij heeft; zo hij U niet in Uw aangezicht zal zegenen?
11πλην τωρα εκτεινον την χειρα σου και εγγισον παντα οσα εχει, δια να ιδης εαν δεν σε βλασφημηση κατα προσωπον.
12En de HEERE zeide tot den satan: Zie, al wat hij heeft, zij in uw hand; alleen aan hem strek uw hand niet uit. En de satan ging uit van het aangezicht des HEEREN.
12Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ιδου, εις την χειρα σου παντα οσα εχει· μονον επ' αυτον μη επιβαλης την χειρα σου. Και εξηλθεν ο Σατανας απ' εμπροσθεν του Κυριου.
13Er was nu een dag, als zijn zonen en zijn dochteren aten, en wijn dronken in het huis van hun broeder, den eerstgeborene.
13[] Ημεραν δε τινα οι υιοι αυτου και αι θυγατερες αυτου ετρωγον και επινον οινον εν τη οικια του αδελφου αυτων του πρωτοτοκου.
14Dat een bode tot Job kwam, en zeide: De runderen waren ploegende, en de ezelinnen weidende aan hun zijden.
14Και ηλθε μηνυτης προς τον Ιωβ και ειπεν, Οι βοες ηροτριαζον και αι ονοι εβοσκον πλησιον αυτων·
15Doch de Sabeers deden een inval, en namen ze, en sloegen de jongeren met de scherpte des zwaards; en ik ben maar alleen ontkomen, om het u aan te zeggen.
15και επεπεσαν οι Σαβαιοι και ηρπασαν αυτα· και τους δουλους επαταξαν εν στοματι μαχαιρας· και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω.
16Als deze nog sprak, zo kwam een ander, en zeide: Het vuur Gods viel uit den hemel, en ontstak onder de schapen en onder de jongeren, en verteerde ze; en ik ben maar alleen ontkomen, om het u aan te zeggen.
16Ενω ουτος ετι ελαλει, ηλθε και αλλος και ειπε, Πυρ Θεου επεσεν εξ ουρανου και εκαυσε τα προβατα και τους δουλους και κατεφαγεν αυτους· και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω.
17Als deze nog sprak, zo kwam een ander, en zeide: De Chaldeen stelden drie hopen, en vielen op de kemelen aan, en namen ze, en sloegen de jongeren met de scherpte des zwaards; en ik ben maar alleen ontkomen, om het u aan te zeggen.
17Ενω ουτος ετι ελαλει, ηλθε και αλλος και ειπεν, Οι Χαλδαιοι εκαμον τρεις λοχους και εφωρμησαν εις τας καμηλους και ηρπασαν αυτας· και τους δουλους επαταξαν εν στοματι μαχαιρας· και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω.
18Als deze nog sprak, zo kwam een ander, en zeide: Uw zonen en uw dochteren aten, en dronken wijn, in het huis van hun broeder, den eerstgeborene;
18Ενω ουτος ετι ελαλει, ηλθε και αλλος και ειπεν, Οι υιοι σου και αι θυγατερες σου ετρωγον και επινον οινον εν τη οικια του αδελφου αυτων του πρωτοτοκου·
19En zie, een grote wind kwam van over de woestijn, en stiet aan de vier hoeken van het huis, en het viel op de jongelingen, dat ze stierven; en ik ben maar alleen ontkomen, om het u aan te zeggen.
19και ιδου, ηλθε μεγας ανεμος εκ του περαν της ερημου και προσεβαλε τας τεσσαρας γωνιας του οικου και επεσεν επι τα παιδια, και απεθανον· και εγω μονος διεσωθην δια να σοι απαγγειλω.
20Toen stond Job op, en scheurde zijn mantel, en schoor zijn hoofd, en viel op de aarde, en boog zich neder;
20[] Τοτε σηκωθεις ο Ιωβ διεσχισε το επενδυμα αυτου και εξυρισε την κεφαλην αυτου και επεσεν επι την γην και προσεκυνησε,
21En hij zeide: Naakt ben ik uit mijner moeders buik gekomen, en naakt zal ik daarhenen wederkeren. De HEERE heeft gegeven, en de HEERE heeft genomen; de Naam des HEEREN zij geloofd!
21και ειπε, Γυμνος εξηλθον εκ κοιλιας μητρος μου και γυμνος θελω επιστρεψει εκει· ο Κυριος εδωκε και ο Κυριος αφηρεσεν· ειη το ονομα Κυριου ευλογημενον.
22In dit alles zondigde Job niet, en schreef Gode niets ongerijmds toe.
22Εν πασι τουτοις δεν ημαρτησεν ο Ιωβ και δεν εδωκεν αφροσυνην εις τον Θεον.