1Mijn ziel is verdrietig over mijn leven; ik zal mijn klacht op mij laten; ik zal spreken in bitterheid mijner ziel.
1[] Η ψυχη μου εβαρυνθη την ζωην μου· θελω παραδοθη εις το παραπονον μου· θελω λαλησει εν τη πικρια της ψυχης μου.
2Ik zal tot God zeggen: Verdoem mij niet; doe mij weten, waarover Gij met mij twist.
2Θελω ειπει προς τον Θεον, μη με καταδικασης· δειξον μοι δια τι με δικαζεις.
3Is het U goed, dat Gij verdrukt, dat Gij verwerpt den arbeid Uwer handen, en over den raad der goddelozen schijnsel geeft?
3Ειναι καλον εις σε να καταθλιβης, να καταφρονης το εργον των χειρων σου και να ευοδονης την βουλην των ασεβων;
4Hebt Gij vleselijke ogen, ziet Gij, gelijk een mens ziet?
4Σαρκος οφθαλμους εχεις; η βλεπεις καθως βλεπει ανθρωπος;
5Zijn Uw dagen als de dagen van een mens? Zijn Uw jaren als de dagen eens mans?
5Ανθρωπινος ειναι ο βιος σου; η τα ετη σου ως ημεραι ανθρωπου,
6Dat Gij onderzoekt naar mijn ongerechtigheid, en naar mijn zonde verneemt?
6ωστε αναζητεις την ανομιαν μου και ανερευνας την αμαρτιαν μου;
7Het is Uw wetenschap, dat ik niet goddeloos ben; nochtans is er niemand, die uit Uw hand verlosse.
7Ενω εξευρεις οτι δεν ησεβησα· και δεν υπαρχει ο ελευθερων εκ των χειρων σου.
8Uw handen doen mij smart aan, hoewel zij mij gemaakt hebben, te zamen rondom mij zijn zij, en Gij verslindt mij.
8[] Αι χειρες σου με εμορφωσαν και με επλασαν ολον κυκλω· και με καταστρεφεις.
9Gedenk toch, dat Gij mij als leem bereid hebt, en mij tot stof zult doen wederkeren.
9Ενθυμηθητι, δεομαι, οτι ως πηλον με εκαμες· και εις χωμα θελεις με επιστρεψει.
10Hebt Gij mij niet als melk gegoten, en mij als een kaas doen runnen?
10Δεν με ημελξας ως γαλα και με επηξας ως τυρον;
11Met vel en vlees hebt Gij mij bekleed; met beenderen ook en zenuwen hebt Gij mij samengevlochten;
11Δερμα και σαρκα με ενεδυσας και με οστα και νευρα με περιεφραξας.
12Benevens het leven hebt Gij weldadigheid aan mij gedaan, en Uw opzicht heeft mijn geest bewaard.
12Ζωην και ελεος εχαρισας εις εμε, και η επισκεψις σου εφυλαξε το πνευμα μου·
13Maar deze dingen hebt Gij verborgen in Uw hart; ik weet, dat dit bij U geweest is.
13ταυτα ομως εκρυπτες εν τη καρδια σου· εξευρω οτι τουτο ητο μετα σου.
14Indien ik zondig, zo zult Gij mij waarnemen, en van mijn misdaad zult Gij mij niet onschuldig houden.
14[] Εαν αμαρτησω, με παραφυλαττεις, και απο της ανομιας μου δεν θελεις με αθωωσει.
15Zo ik goddeloos ben, wee mij! En ben ik rechtvaardig, ik zal mijn hoofd niet opheffen; ik ben zat van schande, maar aanzie mijn ellende.
15Εαν ασεβησω, ουαι εις εμε· και εαν ημαι δικαιος, δεν δυναμαι να σηκωσω την κεφαλην μου· ειμαι πληρης ατιμιας· ιδε λοιπον την θλιψιν μου,
16Want zij verheft zich; gelijk een felle leeuw jaagt Gij mij; Gij keert weder en stelt U wonderlijk tegen mij.
16διοτι αυξανει. Με κυνηγεις ως αγριος λεων· και επιστρεφων δεικνυεσαι θαυμαστος κατ' εμου.
17Gij vernieuwt Uw getuigen tegenover mij, en vermenigvuldigt Uw toorn tegen mij; verwisselingen, ja, een heirleger, zijn tegen mij.
17Ανανεονεις τους μαρτυρας σου εναντιον μου, και πληθυνεις την οργην σου κατ' εμου· αλλαγαι στρατευματος γινονται επ' εμε.
18En waarom hebt Gij mij uit de baarmoeder voortgebracht? Och, dat ik den geest gegeven had, en geen oog mij gezien had!
18Δια τι λοιπον με εξηγαγες εκ της μητρας; ειθε να εξεπνεον, και οφθαλμος να μη με εβλεπεν.
19Ik zou zijn, alsof ik niet geweest ware; van moeders buik zou ik tot het graf gebracht zijn geweest.
19Ηθελον εισθαι ως μη υπαρξας· ηθελον φερθη εκ της μητρας εις τον ταφον.
20Zijn mijn dagen niet weinig? Houd op, zet van mij af, dat ik mij een weinig verkwikke;
20Αι ημεραι μου δεν ειναι ολιγαι; παυσον λοιπον, και αφες με, δια να αναλαβω ολιγον,
21Eer ik henenga (en niet wederkom) in een land der duisternis en der schaduwe des doods;
21πριν υπαγω οθεν δεν θελω επιστρεψει, εις γην σκοτους και σκιας θανατου·
22Een stikdonker land, als de duisternis zelve, de schaduwe des doods, en zonder ordeningen, en het geeft schijnsel als de duisternis.
22γην γνοφεραν, ως το σκοτος της σκιας του θανατου, οπου ταξις δεν ειναι, και το φως ειναι ως το σκοτος.