1Toen antwoordde Elifaz, de Themaniet, en zeide:
1[] Και απεκριθη Ελιφας ο Θαιμανιτης και ειπε·
2Zal ook een man Gode voordelig zijn? Maar voor zichzelven zal de verstandige voordelig zijn.
2Δυναται ανθρωπος να ωφεληση τον Θεον, διοτι φρονιμος ων δυναται να ωφελη εαυτον;
3Is het voor den Almachtige nuttigheid, dat gij rechtvaardig zijt; of gewin, dat gij uw wegen volmaakt?
3Ειναι ευχαριστησις εις τον Παντοδυναμον, εαν ησαι δικαιος; η κερδος, εαν καθιστας αμεμπτους τας οδους σου;
4Is het om uw vreze, dat Hij u bestraft, dat Hij met u in het gericht komt?
4Μηπως φοβουμενος σε θελει σε ελεγξει και θελει ελθει εις κρισιν μετα σου;
5Is niet uw boosheid groot, en uwer ongerechtigheden geen einde?
5[] Η κακια σου δεν ειναι μεγαλη; και αι ανομιαι σου απειροι;
6Want gij hebt uw broederen zonder oorzaak pand afgenomen, en de klederen der naakten hebt gij uitgetogen.
6Διοτι ελαβες ενεχυρον παρα του αδελφου σου αναιτιως και εστερησας τους γυμνους απο του ενδυματος αυτων.
7Den moede hebt gij geen water te drinken gegeven, en van den hongerige hebt gij het brood onthouden.
7Δεν εποτισας υδωρ τον διψωντα, και ηρνηθης αρτον εις τον πεινωντα.
8Maar was er een man van geweld, voor dien was het land, en een aanzienlijk persoon woonde daarin.
8Ο δε ισχυρος ανθρωπος απελαμβανε την γην· και ο περιβλεπτος κατωκει εν αυτη.
9De weduwen hebt gij ledig weggezonden, en de armen der wezen zijn verbrijzeld.
9Χηρας απεβαλες αβοηθητους, και οι βραχιονες των ορφανων συνετριβησαν υπο σου.
10Daarom zijn strikken rondom u, en vervaardheid heeft u haastelijk beroerd.
10Δια τουτο παγιδες σε περιεκυκλωσαν, και φοβος αιφνιδιος σε ταραττει·
11Of gij ziet de duisternis niet, en des water overvloed bedekt u.
11και σκοτος, ωστε δεν βλεπεις· και πλημμυρα υδατων σε σκεπαζει.
12Is niet God in de hoogte der hemelen? Zie toch het opperste der sterren aan, dat zij verheven zijn.
12Δεν ειναι ο Θεος εν τοις υψηλοις του ουρανου; και θεωρησον το υψος των αστρων, ποσον υψηλα ειναι
13Daarom zegt gij: Wat weet er God van? Zal Hij door de donkerheid oordelen?
13Και συ λεγεις, Τι γνωριζει ο Θεος; δυναται να κρινη δια του γνοφου;
14De wolken zijn Hem een verberging, dat Hij niet ziet; en Hij bewandelt den omgang der hemelen.
14Νεφη αποκρυπτουσιν αυτον, και δεν βλεπει, και τον γυρον του ουρανου διαπορευεται.
15Hebt gij het pad der eeuw waargenomen, dat de ongerechtige lieden betreden hebben?
15[] Μηπως θελεις φυλαξει την παντοτεινην οδον, την οποιαν επατησαν οι ανομοι;
16Die rimpelachtig gemaakt zijn, als het de tijd niet was; een vloed is over hun grond uitgestort;
16Οιτινες αφηρπασθησαν αωρως, και το θεμελιον αυτων κατεποντισε χειμαρρος·
17Die zeiden tot God: Wijk van ons! En wat had de Almachtige hun gedaan?
17οιτινες ειπον προς τον Θεον, αποστηθι αφ' ημων· και τι θελει καμει ο Παντοδυναμος εις αυτους;
18Hij had immers hun huizen met goed gevuld; daarom is de raad der goddelozen verre van mij.
18Αλλ' αυτος ενεπλησεν αγαθων τους οικους αυτων· πλην μακραν απ' εμου η βουλη των ασεβων.
19De rechtvaardigen zagen het, en waren blijde, en de onschuldige bespotte hen;
19Οι δικαιοι βλεπουσι και αγαλλονται· και οι αθωοι μυκτηριζουσιν αυτους.
20Dewijl onze stand niet verdelgd is, maar het vuur hun overblijfsel verteerd heeft.
20Η μεν περιουσια ημων δεν ηφανισθη, το υπολοιπον ομως αυτων κατατρωγει πυρ.
21Gewen u toch aan Hem, en heb vrede; daardoor zal u het goede overkomen.
21[] Οικειωθητι λοιπον μετ' αυτου και εσο εν ειρηνη· ουτω θελει ελθει καλον εις σε.
22Ontvang toch de wet uit Zijn mond, en leg Zijn redenen in uw hart.
22Δεχθητι λοιπον τον νομον εκ του στοματος αυτου, και βαλε τους λογους αυτου εν τη καρδια σου.
23Zo gij u bekeert tot den Almachtige, gij zult gebouwd worden; doe het onrecht verre van uw tenten.
23Εαν επιστρεψης προς τον Παντοδυναμου, θελεις ανοικοδομηθη, εκδιωξας την ανομιαν μακραν απο των σκηνων σου.
24Dan zult gij het goud op het stof leggen, en het goud van Ofir bij den rotssteen der beken;
24Και θελεις επισωρευσει το χρυσιον ως χωμα και το χρυσιον του Οφειρ ως τας πετρας των χειμαρρων.
25Ja, de Almachtige zal uw overvloedig goud zijn, en uw krachtig zilver zijn;
25Και ο Παντοδυναμος θελει εισθαι ο υπερασπιστης σου, και θελεις εχει πληθος αργυριου.
26Want dan zult gij u over den Almachtige verlustigen, en gij zult tot God uw aangezicht opheffen.
26Διοτι τοτε θελεις ευφραινεσθε εις τον Παντοδυναμον, και θελεις υψωσει το προσωπον σου προς τον Θεον.
27Gij zult tot Hem ernstiglijk bidden, en Hij zal u verhoren; en gij zult uw geloften betalen.
27Θελεις δεηθη αυτου, και θελει σου εισακουσει, και θελεις αποδωσει τας ευχας σου.
28Als gij een zaak besluit, zo zal zij u bestendig zijn; en op uw wegen zal het licht schijnen.
28Και ο, τι αποφασισης, θελει κατορθουσθαι εις σε· και το φως θελει φεγγει επι τας οδους σου.
29Als men iemand vernederen zal, en gij zeggen zult: Het zij verhoging; dan zal God den nederige van ogen behouden.
29Οταν ταπεινωθη τις, τοτε θελεις ειπει, Ειναι υψωσις· διοτι θελει σωσει τον κεκυφοτα τους οφθαλμους.
30Ja, Hij zal dien bevrijden, die niet onschuldig is, want hij wordt bevrijd door de zuiverheid uwer handen.
30Θελει σωσει και τον μη αθωον· ναι, δια της καθαροτητος των χειρων σου θελει σωθη.