1Mijn zoon! zo gij mijn redenen aanneemt, en mijn geboden bij u weglegt;
1[] Υιε μου, εαν δεχθης τους λογους μου και ταμιευσης τας εντολας μου παρα σεαυτω,
2Om uw oren naar wijsheid te doen opmerken; zo gij uw hart tot verstandigheid neigt;
2ωστε να προσεξη το ωτιον σου εις την σοφιαν, να κλινης την καρδιαν σου εις την συνεσιν·
3Ja, zo gij tot het verstand roept, uw stem verheft tot de verstandigheid;
3και εαν επικαλεσθης την φρονησιν, και υψωσης την φωνην σου εις την συνεσιν·
4Zo gij haar zoekt als zilver, en naspeurt als verborgen schatten;
4εαν ζητησης αυτην ως αργυριον και εξερευνησης αυτην ως κεκρυμμενους θησαυρους,
5Dan zult gij de vreze des HEEREN verstaan, en zult de kennis van God vinden.
5τοτε θελεις εννοησει τον φοβον του Κυριου και θελεις ευρει την επιγνωσιν του Θεου.
6Want de HEERE geeft wijsheid; uit Zijn mond komt kennis en verstand.
6Διοτι ο Κυριος διδει σοφιαν· εκ του στοματος αυτου εξερχεται γνωσις και συνεσις.
7Hij legt weg voor de oprechten een bestendig wezen; Hij is een Schild dengenen, die oprechtelijk wandelen;
7Αποταμιευει σωτηριαν εις τους ευθεις· ειναι ασπις εις τους περιπατουντας εν ακεραιοτητι,
8Opdat zij de paden des rechts houden; en Hij zal den weg Zijner gunstgenoten bewaren.
8υπερασπιζων τας οδους της δικαιοσυνης και φυλαττων την οδον των οσιων αυτου.
9Dan zult gij verstaan gerechtigheid, en recht, en billijkheden, en alle goed pad.
9Τοτε θελεις εννοησει δικαιοσυνην και κρισιν και ευθυτητα, πασαν οδον αγαθην.
10Als de wijsheid in uw hart zal gekomen zijn, en de wetenschap voor uw ziel zal liefelijk zijn;
10[] Εαν η σοφια εισελθη εις την καρδιαν σου και η γνωσις ηδυνη την ψυχην σου,
11Zo zal de bedachtzaamheid over u de wacht houden, de verstandigheid zal u behoeden;
11ορθη βουλη θελει σε φυλαττει, συνεσις θελει σε διατηρει·
12Om u te redden van den kwaden weg, van den man, die verkeerdheden spreekt;
12δια να σε ελευθερονη απο της οδου της πονηρας, απο ανθρωπου λαλουντος δολια,
13Van degenen, die de paden der oprechtheid verlaten, om te gaan in de wegen der duisternis;
13οιτινες εγκαταλειπουσι τας οδους της ευθυτητος, δια να περιπατωσιν εν ταις οδοις του σκοτους·
14Die blijde zijn in het kwaad doen, zich verheugen in de verkeerdheden des kwaden;
14οιτινες ηδυνονται εις το να καμνωσι κακον, χαιρουσιν εις τας διαστροφας της κακιας,
15Welker paden verkeerd zijn, en afwijkende in hun sporen;
15των οποιων αι οδοι ειναι σκολιαι και αι πορειαι αυτων διεστραμμεναι·
16Om u te redden van de vreemde vrouw, van de onbekende, die met haar redenen vleit;
16δια να σε ελευθερονη απο ξενης γυναικος, απο αλλοτριας κολακευουσης με τους λογους αυτης,
17Die den leidsman harer jonkheid verlaat, en het verbond haars Gods vergeet;
17ητις εγκατελιπε τον επιστηθιον της νεοτητος αυτης και ελησμονησε την διαθηκην του Θεου αυτης.
18Want haar huis helt naar den dood, en haar paden naar de overledenen.
18Διοτι ο οικος αυτης καταβιβαζει εις τον θανατον, και τα βηματα αυτης εις τους νεκρους·
19Allen die tot haar ingaan, zullen niet wederkomen, en zullen de paden des levens niet aantreffen;
19παντες οι εισερχομενοι προς αυτην δεν επιστρεφουσιν ουδε αναλαμβανουσι τας οδους της ζωης·
20Opdat gij wandelt op den weg der goeden, en houdt de paden der rechtvaardigen.
20δια να περιπατης εν τη οδω των αγαθων και να φυλαττης τας τριβους των δικαιων.
21Want de vromen zullen de aarde bewonen, en de oprechten zullen daarin overblijven;
21Διοτι οι ευθεις θελουσι κατοικησει την γην, και οι τελειοι θελουσιν εναπολειφη εν αυτη.
22Maar de goddelozen zullen van de aarde uitgeroeid worden, en de trouwelozen zullen er van uitgerukt worden.
22Οι δε ασεβεις θελουσιν εκκοπη απο της γης, και οι παρανομοι θελουσιν εκριζωθη απ' αυτης.