1O HEERE! waarom staat Gij van verre? waarom verbergt Gij U in tijden van benauwdheid?
1[] Δια τι, Κυριε, ιστασαι μακροθεν; κρυπτεσαι εν καιρω θλιψεως;
2De goddeloze vervolgt hittiglijk in hoogmoed de ellendige; laat hen gegrepen worden in de aanslagen, die zij bedacht hebben.
2Εν τη υπερηφανια του ασεβους κατακαιεται ο πτωχος· ας πιασθωσιν εν ταις πανουργιαις, τας οποιας διαλογιζονται.
3Want de goddeloze roemt over den wens zijner ziel; hij zegent den gierigaard, hij lastert den HEERE.
3Διοτι ο ασεβης καυχαται εις τας επιθυμιας της ψυχης αυτου, και ο πλεονεκτης μακαριζει εαυτον· καταφρονει τον Κυριον.
4De goddeloze, gelijk hij zijn neus omhoog steekt, onderzoekt niet; al zijn gedachten zijn, dat er geen God is.
4Ο ασεβης δια την αλαζονειαν του προσωπου αυτου δεν θελει εκζητησει τον Κυριον· παντες οι διαλογισμοι αυτου ειναι οτι δεν υπαρχει Θεος.
5Zijn wegen maken ten allen tijde smarte; Uw oordelen zijn een hoogte, verre van hem; al zijn tegenpartijders, die blaast hij aan.
5Αι οδοι αυτου μολυνονται εν παντι καιρω· αι κρισεις σου ειναι πολυ υψηλα απο προσωπου αυτου· φυσα εναντιον παντων των εχθρων αυτου.
6Hij zegt in zijn hart; Ik zal niet wankelen; want ik zal van geslacht tot geslacht in geen kwaad zijn.
6Ειπεν εν τη καρδια αυτου, δεν θελω σαλευθη απο γενεας εις γενεαν· διοτι δεν θελω πεσει εις δυστυχιαν.
7Zijn mond is vol van vloek, en bedriegerijen, en list; onder zijn tong is moeite en ongerechtigheid.
7Το στομα αυτου γεμει καταρας και απατης και δολου· υπο την γλωσσαν αυτου ειναι κακια και ανομια.
8Hij zit in de achterlage der hoeven, in verborgene plaatsen doodt hij den onschuldige; zijn ogen verbergen zich tegen den arme.
8Καθηται εν ενεδρα των προαυλιων, εν αποκρυφοις, δια να φονευση τον αθωον· οι οφθαλμοι αυτου παραμονευουσι τον πενητα.
9Hij legt lagen in een verborgen plaats, gelijk een leeuw in zijn hol; hij legt lagen, om den ellendige te roven; hij rooft den ellendige, als hij hem trekt in zijn net.
9Ενεδρευει εν αποκρυφω, ως λεων εν τω σπηλαιω αυτου· ενεδρευει δια να αρπαση τον πτωχον· αρπαζει τον πτωχον, οταν συρη αυτον εν τη παγιδι αυτου.
10Hij duikt neder, hij buigt zich; en de arme hoop valt in zijn sterke poten.
10Κυπτει, χαμηλονει, δια να πεσωσιν οι πτωχοι εις τους ονυχας αυτου.
11Hij zegt in zijn hart: God heeft het vergeten, Hij heeft Zijn aangezicht verborgen, Hij ziet niet in eeuwigheid.
11Ειπεν εν τη καρδια αυτου, ελησμονησεν ο Θεος· εκρυψε το προσωπον αυτου· δεν θελει ιδει ποτε.
12Sta op, HEERE God! hef Uw hand op, vergeet de ellendigen niet.
12[] Αναστηθι, Κυριε· Θεε, υψωσον την χειρα σου· μη λησμονησης τους τεθλιμμενους.
13Waarom lastert de goddeloze God? zegt in zijn hart: Gij zult het niet zoeken?
13Δια τι παρωξυνεν ο ασεβης τον Θεον; ειπεν εν τη καρδια αυτου, Δεν θελεις εξετασει.
14Gij ziet het immers; want Gij aanschouwt de moeite en het verdriet, opdat men het in Uw hand geve; op U verlaat zich de arme, Gij zijt geweest een Helper van den wees.
14Ειδες· διοτι συ παρατηρεις την αδικιαν και την υβριν, δια να ανταποδωσης με την χειρα σου· εις σε αφιερονεται ο πτωχος· εις τον ορφανον συ εισαι ο βοηθος.
15Breek den arm des goddelozen en bozen. zoek zijn goddeloosheid, totdat Gij haar niet vindt.
15Συντριψον τον βραχιονα του ασεβους και πονηρου· εξερευνησον την ασεβειαν αυτου, εωσου μη ευρης αυτην πλεον.
16De HEERE is Koning eeuwiglijk en altoos; de heidenen zijn vergaan uit Zijn land.
16Ο Κυριος ειναι βασιλευς εις τον αιωνα του αιωνος· τα εθνη θελουσιν εξαλειφθη εκ της γης αυτου.
17HEERE! Gij hebt den wens der zachtmoedigen gehoord; Gij zult hun hart sterken, Uw oor zal opmerken;
17Κυριε, εισηκουσας την επιθυμιαν των πενητων· θελεις στηριξει την καρδιαν αυτων, θελεις καμει προσεκτικον το ωτιον σου·
18Om den wees en verdrukte recht te doen; opdat een mens van de aarde niet meer voortvare geweld te bedrijven.
18δια να κρινης τον ορφανον και τον τεταπεινωμενον, ωστε ο ανθρωπος ο γηινος να μη καταδυναστευη πλεον.