1Een psalm van David, voor den opperzangmeester, op de Scheminith.
1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, επι Σεμινιθ. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Σωσον, Κυριε· διοτι εξελιπεν οσιος, διοτι εχαθησαν οι φιλαληθεις μεταξυ των υιων των ανθρωπων.
2Behoud, o HEERE; want de goedertierene ontbreekt, want de getrouwen zijn weinig geworden onder de mensenkinderen.
2Εκαστος λαλει ματαιοτητα προς τον πλησιον αυτου· με χειλη δολια λαλουσιν απο διπλης καρδιας.
3Zij spreken valsheid, een ieder met zijn naaste, met vleiende lippen; zij spreken met een dubbel hart.
3Ας εξολοθρευση ο Κυριος παντα τα χειλη τα δολια, την γλωσσαν την μεγαλορρημονα.
4De HEERE snijde af alle vleiende lippen, de grootsprekende tong.
4Διοτι ειπον, Θελομεν υπερισχυσει δια της γλωσσης ημων· τα χειλη ημων ειναι ημετερα· τις θελει εισθαι κυριος εφ' ημας;
5Die daar zeggen: Wij zullen de overhand hebben met onze tong; onze lippen zijn onze! Wie is heer over ons?
5Δια την ταλαιπωριαν των πτωχων, δια τον στεναγμον των πενητων, τωρα θελω εγερθη, λεγει ο Κυριος· θελω θεσει εν ασφαλεια εκεινον, κατα του οποιου φυσα ο ασεβης.
6Om de verwoesting der ellendigen, om het kermen der nooddruftigen, zal Ik nu opstaan, zegt de HEERE; Ik zal in behoudenis zetten, dien hij aanblaast.
6Τα λογια του Κυριου ειναι λογια καθαρα· αργυριον δεδοκιμασμενον εν πηλινω χωνευτηριω, κεκαθαρισμενον επταπλασιως.
7De redenen des HEEREN zijn reine redenen, zilver, gelouterd in een aarden smeltkroes, gezuiverd zevenmaal.
7Συ, Κυριε, θελεις φυλαξει αυτους· θελεις διατηρησει αυτους απο της γενεας ταυτης εις τον αιωνα.
8Gij, HEERE, zult hen bewaren; Gij zult hen behoeden voor dit geslacht, tot in eeuwigheid. [ (Psalms 12:9) De goddelozen draven rondom, wanneer de snoodsten van des mensenkinderen verhoogd worden. ]
8Οι ασεβεις περιπατουσι κυκλω, οταν οι αχρειοι υψωθωσι μεταξυ των υιων των ανθρωπων.