1Een psalm van David, voor den opperzangmeester, op Aijeleth hasschachar.
1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, επι Αγελεθ Σαχαρ. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Θεε μου, Θεε μου, δια τι με εγκατελιπες; δια τι ιστασαι μακραν απο της σωτηριας μου και απο των λογων των στεναγμων μου;
2Mijn God, mijn God! waarom hebt Gij mij verlaten, verre zijnde van mijn verlossing, van de woorden mijns brullens?
2Θεε μου, κραζω την ημεραν, και δεν αποκρινεσαι· και την νυκτα, και δεν σιωπω.
3Mijn God! Ik roep des daags, maar Gij antwoordt niet; en des nachts, en ik heb geen stilte.
3Συ δε ο Αγιος κατοικεις μεταξυ των επαινων του Ισραηλ.
4Doch Gij zijt heilig, wonende onder de lofzangen Israels.
4Επι σε ηλπισαν οι πατερες ημων· ηλπισαν, και ηλευθερωσας αυτους.
5Op U hebben onze vaders vertrouwd; zij hebben vertrouwd, en Gij hebt hen uitgeholpen.
5Προς σε εκραξαν και εσωθησαν· επι σε ηλπισαν και δεν κατησχυνθησαν.
6Tot U hebben zij geroepen, en zijn uitgered; op U hebben zij vertrouwd, en zijn niet beschaamd geworden.
6Εγω δε ειμαι σκωληξ και ουχι ανθρωπος· ονειδος ανθρωπων και εξουθενημα του λαου.
7Maar ik ben een worm en geen man, een smaad van mensen, en veracht van het volk.
7Με εμυκτηρισαν παντες οι βλεποντες με· ανοιγουσι τα χειλη, κινουσι την κεφαλην, λεγοντες,
8Allen, die mij zien, bespotten mij; zij steken de lip uit, zij schudden het hoofd, zeggende:
8Ηλπισεν επι τον Κυριον· ας ελευθερωση αυτον· ας σωση αυτον, επειδη θελει αυτον.
9Hij heeft het op den HEERE gewenteld, dat Hij hem nu uithelpe, dat Hij hem redde, dewijl Hij lust aan hem heeft!
9Αλλα συ εισαι ο εκσπασας με εκ της κοιλιας· η ελπις μου απο των μαστων της μητρος μου.
10Gij zijt het immers, Die mij uit den buik hebt uitgetogen; Die mij hebt doen vertrouwen, zijnde aan mijner moeders borsten.
10Επι σε ερριφθην εκ μητρας· εκ κοιλιας της μητρος μου συ εισαι ο Θεος μου.
11Op U ben ik geworpen van de baarmoeder af; van den buik mijner moeder aan zijt Gij mijn God.
11[] Μη απομακρυνθης απ' εμου· διοτι η θλιψις ειναι πλησιον· διοτι ουδεις ο βοηθων.
12Zo wees niet verre van mij, want benauwdheid is nabij; want er is geen helper.
12Ταυροι πολλοι με περιεκυκλωσαν· ταυροι δυνατοι εκ Βασαν με περιεστοιχισαν.
13Vele varren hebben mij omsingeld, sterke stieren van Basan hebben mij omringd.
13Ηνοιξαν επ' εμε το στομα αυτων, ως λεων αρπαζων και βρυχομενος.
14Zij hebben hun mond tegen mij opgesperd, als een verscheurende en brullende leeuw.
14Εξεχυθην ως υδωρ, και εξηρθρωθησαν παντα τα οστα μου· η καρδια μου εγεινεν ως κηριον, κατατηκεται εν μεσω των εντοσθιων μου.
15Ik ben uitgestort als water, en al mijn beenderen hebben zich vaneen gescheiden; mijn hart is als was, het is gesmolten in het midden mijns ingewands.
15Η δυναμις μου εξηρανθη ως οστρακον, και η γλωσσα μου εκολληθη εις τον λαρυγγα μου· και συ με κατεβιβασας εις το χωμα του θανατου.
16Mijn kracht is verdroogd als een potscherf, en mijn tong kleeft aan mijn gehemelte; en Gij legt mij in het stof des doods.
16Διοτι κυνες με περιεκυκλωσαν· συναξις πονηρευομενων με περιεκλεισεν· ετρυπησαν τας χειρας μου και τους ποδας μου·
17Want honden hebben mij omsingeld; een vergadering van boosdoeners heeft mij omgeven; zij hebben mijn handen en mijn voeten doorgraven.
17Δυναμαι να αριθμησω παντα τα οστα μου· ουτοι με ενατενιζουσι και με παρατηρουσι.
18Al mijn beenderen zou ik kunnen tellen; zij schouwen het aan, zij zien op mij.
18Διεμερισθησαν τα ιματια μου εις εαυτους· και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον.
19Zij delen mijn klederen onder zich, en werpen het lot over mijn gewaad.
19Αλλα συ, Κυριε, μη απομακρυνθης· συ, η δυναμις μου, σπευσον εις βοηθειαν μου.
20Maar Gij, HEERE! wees niet verre; mijn Sterkte! haast U tot mijn hulp.
20Ελευθερωσον απο ρομφαιας την ψυχην μου την μεμονωμενην μου απο δυναμεως κυνος.
21Red mijn ziel van het zwaard, mijn eenzame van het geweld des honds.
21Σωσον με εκ στοματος λεοντος και εισακουσον μου, ελευθερονων με απο κερατων μονοκερωτων.
22Verlos mij uit des leeuwen muil; en verhoor mij van de hoornen der eenhoornen.
22[] Θελω διηγεισθαι το ονομα σου προς τους αδελφους μου· εν μεσω συναξεως θελω σε επαινει.
23Zo zal ik Uw Naam mijn broederen vertellen; in het midden der gemeente zal ik U prijzen.
23Οι φοβουμενοι τον Κυριον, αινειτε αυτον· απαν το σπερμα Ιακωβ, δοξασατε αυτον· και φοβηθητε αυτον, απαν το σπερμα Ισραηλ.
24Gij, die den HEERE vreest! prijst Hem; al gij zaad van Jakob! vereert Hem; en ontziet u voor Hem, al gij zaad van Israel!
24Διοτι δεν εξουθενωσε και δεν απεστραφη την θλιψιν του τεθλιμμενου, και δεν εκρυψε το προσωπον αυτου απ' αυτου· και οτε εβοησε προς αυτον, εισηκουσεν.
25Want Hij heeft niet veracht, noch verfoeid de verdrukking des verdrukten, noch Zijn aangezicht voor hem verborgen; maar Hij heeft gehoord, als die tot Hem riep.
25Απο σου θελει αρχιζει η αινεσις μου εν εκκλησια μεγαλη· θελω αποδωσει τας ευχας μου ενωπιον των φοβουμενων αυτον.
26Van U zal mijn lof zijn in een grote gemeente; ik zal mijn geloften betalen in tegenwoordigheid dergenen, die Hem vrezen.
26Οι τεθλιμμενοι θελουσι φαγει και θελουσι χορτασθη· θελουσιν αινεσει τον Κυριον οι εκζητουντες αυτον· η καρδια σας θελει ζη εις τον αιωνα.
27De zachtmoedigen zullen eten en verzadigd worden; zij zullen den HEERE prijzen, die Hem zoeken; ulieder hart zal in eeuwigheid leven.
27Θελουσιν ενθυμηθη και επιστραφη προς τον Κυριον παντα τα περατα της γης· και θελουσι προσκυνησει ενωπιον σου πασαι αι φυλαι των εθνων.
28Alle einden der aarde zullen het gedenken, en zich tot den HEERE bekeren; en alle geslachten der heidenen zullen voor Uw aangezicht aanbidden.
28Διοτι του Κυριου ειναι η βασιλεια, και αυτος εξουσιαζει τα εθνη.
29Want het koninkrijk is des HEEREN, en Hij heerst onder de heidenen.
29Θελουσι φαγει και θελουσι προσκυνησει παντες οι παχεις της γης· ενωπιον αυτου θελουσι κλινει παντες οι καταβαινοντες εις το χωμα· και ουδεις την ζωην αυτου θελει δυνηθη να φυλαξη.
30Alle vetten op aarde zullen eten, en aanbidden; allen, die in het stof nederdalen, zullen voor Zijn aangezicht nederbukken; en die zijn ziel bij het leven niet kan houden.
30Οι μεταγενεστεροι θελουσι δουλευσει αυτον· θελουσιν αναγραφη εις τον Κυριον ως γενεα αυτου.
31Het zaad zal Hem dienen; het zal den HEERE aangeschreven worden tot in geslachten. [ (Psalms 22:32) Zij zullen aankomen, en Zijn gerechtigheid verkondigen den volke, dat geboren wordt, omdat Hij het gedaan heeft. ]
31Θελουσιν ελθει και αναγγειλει την δικαιοσυνην αυτου, προς λαον, οστις μελλει να γεννηθη· διοτι αυτος εκαμε τουτο.