1Een psalm van David. Twist, HEERE! met mijn twisters; strijd met mijn bestrijders.
1[] <<Ψαλμος του Δαβιδ.>> Δικασον, Κυριε, τους δικαζομενους μετ' εμου· πολεμησον τους πολεμουντας με.
2Grijp het schild en de rondas, en sta op tot mijn hulp.
2Αναλαβε οπλον και ασπιδα και αναστηθι εις βοηθειαν μου.
3En breng de spies voort, en sluit den weg toe, mijn vervolgers tegemoet; zeg tot mijn ziel: Ik ben uw Heil.
3Και δραξον το δορυ και συγκλεισον την οδον των καταδιωκοντων με· ειπε εις την ψυχην μου, Εγω ειμαι η σωτηρια σου.
4Laat hen beschaamd en te schande worden, die mijn ziel zoeken; laat hen achterwaarts gedreven en schaamrood worden, die kwaad tegen mij bedenken.
4Ας αισχυνθωσι και ας εντραπωσιν οι ζητουντες την ψυχην μου· ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας αισχυνθωσιν οι βουλευομενοι το κακον μου.
5Laat hen worden als kaf voor den wind, en de Engel des HEEREN drijve hen weg.
5Ας ηναι ως λεπτον αχυρον κατα προσωπον ανεμου, και αγγελος Κυριου ας διωκη αυτους.
6Hun weg zij duister en gans slibberig; en de Engel des HEEREN vervolge hen.
6Ας ηναι η οδος αυτων σκοτος και ολισθημα, και αγγελος Κυριου ας καταδιωκη αυτους.
7Want zij hebben zonder oorzaak de groeve van hun net voor mij verborgen; zij hebben zonder oorzaak gegraven voor mijn ziel.
7Διοτι αναιτιως εκρυψαν δι' εμε την παγιδα αυτων εν λακκω· αναιτιως εσκαψαν αυτον δια την ψυχην μου.
8De verwoesting overkome hem, dat hij het niet wete, en zijn net, dat hij verborgen heeft, vange hemzelven; hij valle daarin met verwoesting.
8Ας ελθη επ' αυτον ολεθρος απροσδοκητος· και η παγις αυτου, την οποιαν εκρυψεν, ας συλλαβη αυτον· ας πεση εις αυτην εν ολεθρω.
9Zo zal mijn ziel zich verheugen in den HEERE; zij zal vrolijk zijn in Zijn heil.
9Η δε ψυχη μου θελει αγαλλεσθαι εις τον Κυριον, θελει χαιρει εις την σωτηριαν αυτου.
10Al mijn beenderen zullen zeggen: HEERE, wie is U gelijk! U, Die den ellendige redt van dien, die sterker is dan hij, en den ellendige en nooddruftige van zijn berover.
10Παντα τα οστα μου θελουσιν ειπει, Κυριε, τις ομοιος σου, οστις ελευθερονεις τον πτωχον απο του ισχυροτερου αυτου, και τον πτωχον και τον πενητα απο του διαρπαζοντος αυτον;
11Wrevelige getuigen staan er op; hetgeen ik niet weet, eisen zij van mij.
11[] Σηκωθεντες μαρτυρες αδικοι, με ηρωτων περι πραγματων, τα οποια εγω δεν ηξευρον·
12Zij vergelden mij kwaad voor goed, de beroving mijner ziel.
12Ανταπεδωκαν εις εμε κακον αντι καλου· στερησιν εις την ψυχην μου.
13Mij aangaande daarentegen, als zij krank waren, was een zak mijn kleed; ik kwelde mijn ziel met vasten, en mijn gebed keerde weder in mijn boezem.
13Εγω δε, οτε αυτοι ησαν εν θλιψει, ενεδυομην σακκον· εταπεινωσα εν νηστεια την ψυχην μου· και η προσευχη μου επεστρεφεν εις τον κολπον μου.
14Ik ging steeds, alsof het een vriend, alsof het mij een broeder geweest ware; ik ging gebukt in het zwart, als een, die over zijn moeder treurt.
14Εφερομην ως προς φιλον, ως προς αδελφον μου· εκυπτον σκυθρωπαζων, ως ο πενθων δια την μητερα αυτου.
15Maar als ik hinkte, waren zij verblijd, en verzamelden zich; zij verzamelden zich tot mij als geslagenen, en ik merkte niets; zij scheurden hun klederen, en zwegen niet stil.
15Αλλ' αυτοι εχαρησαν δια την συμφοραν μου και συνηχθησαν· συνηχθησαν εναντιον μου οι χαμερπεις, και εγω δεν ηξευρον· με εξεσχιζον και δεν επαυον·
16Onder de huichelende spotachtige tafelbroeders knersten zij over mij met hun tanden.
16Μετα υποκριτικων χλευαστων εν συμποσιοις ετριζον κατ' εμου τους οδοντας αυτων.
17HEERE! hoe lang zult Gij toezien? Breng mijn ziel weder van hunlieder verwoestingen, mijn eenzame van de jonge leeuwen.
17[] Κυριε, ποτε θελεις ιδει; ελευθερωσον την ψυχην μου απο του ολεθρου αυτων, την μεμονωμενην μου εκ των λεοντων.
18Zo zal ik U loven in de grote gemeente; onder machtig veel volks zal ik U prijzen.
18Εγω θελω σε υμνει εν μεγαλη συναξει· μεταξυ πολυαριθμου λαου θελω σε υμνει.
19Laat hen zich niet verblijden over mij, die mij om valse oorzaken vijanden zijn; noch wenken met de ogen, die mij zonder oorzaak haten.
19Ας μη χαρωσιν επ' εμε οι εχθρευομενοι με αδικως· οι μισουντες με αναιτιως ας μη νευωσι με τους οφθαλμους.
20Want zij spreken niet van vrede, maar zij bedenken bedriegelijke zaken tegen de stillen in het land.
20Διοτι δεν ελαλουν ειρηνην, αλλα εμελετων δολους κατα των ησυχαζοντων επι της γης·
21En zij sperren hun mond wijd op tegen mij; zij zeggen: Ha, ha, ons oog heeft het gezien!
21και επλατυναν κατ' εμου το στομα αυτων, Λεγοντες, Ευγε, ευγε· ειδεν ο οφθαλμος ημων.
22HEERE! Gij hebt het gezien, zwijg niet; HEERE! wees niet verre van mij.
22Ειδες, Κυριε· μη σιωπησης· Κυριε, μη απομακρυνθης απ' εμου.
23Ontwaak en word wakker tot mijn recht; mijn God en HEERE! tot mijn twistzaak.
23Εγερθητι και εξυπνησον δια την κρισιν μου, Θεε μου και Κυριε μου, δια την δικην μου.
24Doe mij recht naar Uw gerechtigheid, HEERE, mijn God! en laat hen zich over mij niet verblijden.
24Κρινον με, Κυριε ο Θεος μου, κατα την δικαιοσυνην σου, και ας μη χαρωσιν επ' εμε.
25Laat hen niet zeggen in hun hart: Heah, onze ziel! laat hen niet zeggen: Wij hebben hem verslonden!
25Ας μη ειπωσιν εν ταις καρδιαις αυτων, Ευγε, ψυχη ημων. μηδε ας ειπωσι, Κατεπιομεν αυτον.
26Laat hen beschaamd en te zamen schaamrood worden, die zich in mijn kwaad verblijden; laat hen met schaamte en schande bekleed worden, die zich tegen mij groot maken.
26Ας αισχυνθωσι και ας εντραπωσιν ομου οι επιχαιροντες εις το κακον μου· ας ενδυθωσιν εντροπην και ονειδος οι μεγαλαυχουντες κατ' εμου.
27Laat hen vrolijk zingen en verblijd zijn, die lust hebben tot mijn gerechtigheid; en laat hen geduriglijk zeggen: Groot gemaakt zij de HEERE, Die lust heeft tot den vrede Zijns knechts!
27Ας ευφρανθωσι και ας χαρωσιν οι θελοντες την δικαιοσυνην μου· και διαπαντος ας λεγωσιν, Ας μεγαλυνθη ο Κυριος, οστις θελει την ειρηνην του δουλου αυτου.
28Zo zal mijn tong vermelden Uw gerechtigheid, en Uw lof den gansen dag.
28Και η γλωσσα μου θελει μελετα την δικαιοσυνην σου και τον επαινον σου ολην την ημεραν.