Dutch Staten Vertaling

Greek: Modern

Psalms

40

1Davids psalm, voor den opperzangmeester.
1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Περιεμεινα εν υπομονη τον Κυριον, και εκλινε προς εμε και ηκουσε της κραυγης μου·
2Ik heb den HEERE lang verwacht; en Hij heeft Zich tot mij geneigd, en mijn geroep gehoord.
2και με ανεβιβασεν εκ λακκου ταλαιπωριας, εκ βορβορωδους πηλου, και εστησεν επι πετραν τους ποδας μου, εστερεωσε τα βηματα μου·
3En Hij heeft mij uit een ruisenden kuil, uit modderig slijk opgehaald, en heeft mijn voeten op een rotssteen gesteld, Hij heeft mijn gangen vastgemaakt.
3και εβαλεν εν τω στοματι μου ασμα νεον, υμνον εις τον Θεον ημων· θελουσιν ιδει πολλοι και θελουσι φοβηθη και θελουσιν ελπισει επι Κυριον.
4En Hij heeft een nieuw lied in mijn mond gegeven, een lofzang onzen Gode; velen zullen het zien, en vrezen, en op den HEERE vertrouwen.
4Μακαριος ο ανθρωπος, οστις εθεσε τον Κυριον ελπιδα αυτου και δεν αποβλεπει εις τους υπερηφανους και εις τους κλινοντας επι ψευδη.
5Welgelukzalig is de man, die den HEERE tot zijn vertrouwen stelt, en niet omziet naar de hovaardigen, en die tot leugen afwijken.
5Πολλα εκαμες συ, Κυριε ο Θεος μου, τα θαυμασια σου· και τους περι ημων διαλογισμους σου δεν ειναι δυνατον να εκθεση τις εις σε· εαν ηθελον να απαγγελλω και να ομιλω περι αυτων, υπερβαινουσι παντα αριθμον.
6Gij, o HEERE, mijn God! hebt Uw wonderen en Uw gedachten aan ons vele gemaakt, men kan ze niet in orde bij U verhalen; zal ik ze verkondigen en uitspreken, zo zijn zij menigvuldiger dan dat ik ze zou kunnen vertellen.
6[] Θυσιαν και προσφοραν δεν ηθελησας· διηνοιξας εν εμοι ωτα· ολοκαυτωμα και προσφοραν περι αμαρτιας δεν εζητησας.
7Gij hebt geen lust gehad aan slachtoffer en spijsoffer; Gij hebt mij de oren doorboord; brandoffer en zondoffer hebt Gij niet geeist.
7Τοτε ειπα, Ιδου, ερχομαι· εν τω τομω του βιβλιου ειναι γεγραμμενον περι εμου·
8Toen zeide ik: Zie, ik kom; in de rol des boeks is van mij geschreven.
8χαιρω, Θεε μου, να εκτελω το θελημα σου· και ο νομος σου ειναι εν τω μεσω της καρδιας μου.
9Ik heb lust, o mijn God! om Uw welbehagen te doen; en Uw wet is in het midden mijns ingewands.
9Εκηρυξα δικαιοσυνην εν συναξει μεγαλη· ιδου, δεν εμποδισα τα χειλη μου, Κυριε, συ εξευρεις.
10Ik boodschap de gerechtigheid in de grote gemeente; zie, mijn lippen bedwing ik niet; HEERE! Gij weet het.
10Την δικαιοσυνην σου δεν εκρυψα εντος της καρδιας μου· την αληθειαν σου και την σωτηριαν σου ανηγγειλα· δεν εκρυψα το ελεος σου και την αληθειαν σου απο συναξεως μεγαλης.
11Uw gerechtigheid bedek ik niet in het midden mijns harten; Uw waarheid en Uw heil spreek ik uit; Uw weldadigheid en Uw trouw verheel ik niet in de grote gemeente.
11[] Συ, Κυριε, μη απομακρυνης τους οικτιρμους σου απ' εμου· το ελεος σου και η αληθεια σου ας με περιφρουρωσι διαπαντος.
12Gij, o HEERE! zult Uw barmhartigheden van mij niet onthouden; laat Uw weldadigheid en Uw trouw mij geduriglijk behoeden.
12Διοτι με περιεκυκλωσαν αναριθμητα κακα· με κατεφθασαν αι ανομιαι μου, και δεν δυναμαι να θεωρω αυτας· επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου· και η καρδια μου με εγκαταλειπει.
13Want kwaden, tot zonder getal toe, hebben mij omgeven; mijn ongerechtigheden hebben mij aangegrepen, dat ik niet heb kunnen zien; zij zijn menigvuldiger dan de haren mijns hoofds, en mijn hart heeft mij verlaten.
13Ευδοκησον, Κυριε, να με ελευθερωσης Κυριε, ταχυνον εις βοηθειαν μου.
14Het behage U, HEERE! mij te verlossen; HEERE! haast U tot mijn hulp.
14Ας αισχυνθωσι και ας εκτραπωσιν ομου οι ζητουντες την ψυχην μου, δια να απολεσωσιν αυτην· ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας εντραπωσιν οι θελοντες το κακον μου.
15Laat hen te zamen beschaamd en schaamrood worden, die mijn ziel zoeken, om die te vernielen; laat hen achterwaarts gedreven worden, en te schande worden, die lust hebben aan mijn kwaad.
15Ας εξολοθρευθωσι δια μισθον της αισχυνης αυτων οι λεγοντες προς εμε, ευγε, ευγε.
16Laat hen verwoest worden tot loon hunner beschaming, die van mij zeggen: Ha, ha!
16Ας αγαλλωνται και ας ευφραινωνται εις σε παντες οι ζητουντες σε· οι αγαπωντες την σωτηριαν σου ας λεγωσι διαπαντος, Μεγαλυνθητω ο Κυριος.
17Laat in U vrolijk en verblijd zijn allen, die U zoeken; laat de liefhebbers Uws heils geduriglijk zeggen: De HEERE zij groot gemaakt! [ (Psalms 40:18) Ik ben wel ellendig en nooddruftig, maar de HEERE denkt aan mij; Gij zijt mijn Hulp en mijn Bevrijder; o mijn God! vertoef niet. ]
17Εγω δε ειμαι πτωχος και πενης· αλλ' ο Κυριος φροντιζει περι εμου· η βοηθεια μου και ο ελευθερωτης μου συ εισαι· Θεε μου, μη βραδυνης.