1Een gouden kleinood van David tot lering, voor den opperzangmeester, op Schusan Eduth;
1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, επι Σουσαν-εδουθ, Μικταμ του Δαβιδ προς διδασκαλιαν, οποτε επολεμησε την Συριαν της Μεσοποταμιας και την Συριαν Σωβα, ο δε Ιωαβ επεστρεψε και επαταξε του Εδωμ εν τη κοιλαδι του αλατος δωδεκα χιλιαδας.>> Θεε, απερριψας ημας· διεσκορπισας ημας· ωργισθης· επιστρεψον εις ημας.
2Als hij gevochten had met de Syriers van Mesopotamie, en met de Syriers van Zoba; en Joab wederkwam, en de Edomieten sloeg in het Zoutdal, twaalf duizend.
2Εσεισας την γην· διεσχισας αυτην· ιασαι τα συντριμματα αυτης, διοτι σαλευεται.
3O God! Gij hadt ons verstoten, Gij hadt ons gescheurd, Gij zijt toornig geweest; keer weder tot ons.
3Εδειξας εις τον λαον σου πραγματα σκληρα· εποτισας ημας οινον παραφροσυνης.
4Gij hebt het land geschud, Gij hebt het gespleten; genees zijn breuken, want het wankelt.
4Εδωκας εις τους φοβουμενους σε σημαιαν, δια να υψονηται υπερ της αληθειας. Διαψαλμα.
5Gij hebt Uw volk een harde zaak doen zien; Gij hebt ons gedrenkt met zwijmelwijn.
5Δια να ελευθερονωνται οι αγαπητοι σου, σωσον δια της δεξιας σου και επακουσον μου.
6Maar nu hebt Gij dengenen, die U vrezen, een banier gegeven, om die op te werpen, vanwege de waarheid. Sela.
6[] Ο Θεος ελαλησεν εν τω αγιαστηριω αυτου· θελω χαιρει· θελω μοιρασει την Συχεμ και την κοιλαδα Σοκχωθ θελω διαμετρησει.
7Opdat Uw beminden zouden bevrijd worden; geef heil door Uw rechterhand, en verhoor ons.
7Εμου ειναι ο Γαλααδ και εμου ο Μανασσης· ο μεν Εφραιμ ειναι η δυναμις της κεφαλης μου· ο δε Ιουδας ο νομοθετης μου·
8God heeft gesproken in Zijn heiligdom; dies zal ik van vreugde opspringen; ik zal Sichem delen, en het dal van Sukkoth zal ik afmeten.
8Ο Μωαβ ειναι η λεκανη του νιψιματος μου· επι τον Εδωμ θελω ριψει το υποδημα μου· αλαλαξον επ' εμοι, Παλαιστινη.
9Gilead is mijn, en Manasse is mijn, en Efraim is de sterkte mijns hoofds; Juda is mijn wetgever.
9Τις θελει με φερει εις την περιτετειχισμενην πολιν; τις θελει με οδηγησει εως Εδωμ;
10Moab is mijn waspot; op Edom zal ik mijn schoen werpen! juich over mij, o gij Palestina!
10Ουχι συ, Θεε, ο απορριψας ημας; και δεν θελεις εξελθει, Θεε, μετα των στρατευματων ημων;
11Wie zal mij voeren in een vaste stad? Wie zal mij leiden tot in Edom?
11Βοηθησον ημας απο της θλιψεως· διοτι ματαια ειναι η παρα των ανθρωπων σωτηρια.
12Zult Gij het niet zijn, o God! Die ons verstoten hadt, en niet uittoogt, o God! met onze heirkrachten? [ (Psalms 60:13) Geef Gij ons hulp uit de benauwdheid, want 's mensen heil is ijdelheid. ] [ (Psalms 60:14) In God zullen wij kloeke daden doen, en Hij zal onze wederpartijders vertreden. ]
12Δια του Θεου θελομεν καμει ανδραγαθιας, και αυτος θελει καταπατησει τους εχθρους ημων.