1Een lied, een psalm, voor den opperzangmeester. Juicht Gode, gij ganse aarde!
1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ωιδη ψαλμου.>> Αλαλαξατε εις τον Θεον, πασα η γη.
2Psalmzingt de eer Zijns Naams; geeft eer Zijn lof.
2Ψαλατε την δοξαν του ονοματος αυτου· καμετε ενδοξον τον υμνον αυτου.
3Zegt tot God: Hoe vreselijk zijt Gij in Uw werken! Om de grootheid Uwer sterkte zullen zich Uw vijanden geveinsdelijk aan U onderwerpen.
3Ειπατε προς τον Θεον, Ποσον ειναι φοβερα τα εργα σου δια το μεγεθος της δυναμεως σου, υποκρινονται υποταγην εις σε οι εχθροι σου.
4De ganse aarde aanbidde U, en psalmzinge U; zij psalmzinge Uw Naam. Sela.
4Πασα η γη θελει σε προσκυνει και ψαλμωδει εις σε· θελουσι ψαλμωδει το ονομα σου. Διαψαλμα.
5Komt en ziet Gods daden; Hij is vreselijk van werking aan de mensenkinderen.
5Ελθετε και ιδετε τα εργα του Θεου· ειναι φοβερος εις τας πραξεις προς τους υιους των ανθρωπων.
6Hij heeft de zee veranderd in het droge; zij zijn te voet doorgegaan door de rivier; daar hebben wij ons in Hem verblijd.
6Μετεβαλε την θαλασσαν εις ξηραν· πεζοι διεβησαν δια του ποταμου· εκει ευφρανθημεν εις αυτον.
7Hij heerst eeuwiglijk met Zijn macht; Zijn ogen houden wacht over de heidenen; laat de afvalligen niet verhoogd worden. Sela.
7Δια της δυναμεως αυτου δεσποζει εις τον αιωνα· οι οφθαλμοι αυτου επιβλεπουσιν επι τα εθνη· οι αποσταται ας μη υψονωσιν εαυτους. Διαψαλμα.
8Looft, gij volken! onzen God; en laat horen de stem Zijns roems.
8[] Ευλογειτε, λαοι, τον Θεον ημων, και καμετε να ακουσθη η φωνη της αινεσεως αυτου·
9Die onze zielen in het leven stelt, en niet toelaat, dat onze voet wankele.
9οστις διαφυλαττει εν ζωη την ψυχην ημων και δεν αφινει να κλονιζωνται οι ποδες ημων.
10Want Gij hebt ons beproefd, o God! Gij hebt ons gelouterd, gelijk men het zilver loutert;
10Διοτι συ ηρευνησας ημας, Θεε· εδοκιμασας ημας, ως δοκιμαζεται το αργυριον.
11Gij hadt ons in het net gebracht; Gij hadt een engen band om onze lenden gelegd;
11Ενεβαλες ημας εις το δικτυον· εθεσας βαρυ φορτιον επι τα νωτα ημων.
12Gij hadt den mens op ons hoofd doen rijden; wij waren in het vuur en in het water gekomen; maar Gij hebt ons uitgevoerd in een overvloeiende verversing.
12Επεβιβασας ανθρωπους επι τας κεφαλας ημων· διηλθομεν δια πυρος και υδατος· και εξηγαγες ημας εις αναψυχην.
13Ik zal met brandofferen in Uw huis gaan; ik zal U mijn geloften betalen,
13[] Θελω εισελθει εις τον οικον σου με ολοκαυτωματα· θελω σοι αποδωσει τας ευχας μου,
14Die mijn lippen hebben geuit, en mijn mond heeft uitgesproken, als mij bange was.
14τας οποιας επροφεραν τα χειλη μου, και ελαλησε το στομα μου, εν τη θλιψει μου.
15Brandofferen van mergbeesten zal ik U offeren, met rookwerk van rammen; ik zal runderen met bokken bereiden. Sela.
15Παχεα ολοκαυτωματα κριων θελω σοι προσφερει μετα θυμιαματος· θελω προσφερει βοας μετα τραγων. Διαψαλμα.
16Komt, hoort toe, o allen gij, die God vreest, en ik zal vertellen, wat Hij aan mijn ziel gedaan heeft.
16Ελθετε, ακουσατε, παντες οι φοβουμενοι τον Θεον· και θελω διηγηθη οσα εκαμεν εις την ψυχην μου.
17Ik riep tot Hem met mijn mond, en Hij werd verhoogd onder mijn tong.
17Προς αυτον εβοησα δια του στοματος μου, και υψωθη δια της γλωσσης μου.
18Had ik naar ongerechtigheid met mijn hart gezien, de Heere zou niet gehoord hebben.
18Εαν εθεωρουν αδικιαν εν τη καρδια μου, ο Κυριος δεν ηθελεν ακουσει·
19Maar zeker, God heeft gehoord; Hij heeft gemerkt op de stem mijns gebeds.
19αλλ' ο Θεος βεβαιως εισηκουσεν· επροσεξεν εις την φωνην της προσευχης μου.
20Geloofd zij God, Die mijn gebed niet heeft afgewend, noch Zijn goedertierenheid van mij.
20Ευλογητος ο Θεος, οστις δεν απεμακρυνε την προσευχην μου και το ελεος αυτου απ' εμου.