1Een gebed van Mozes, den man Gods. HEERE! Gij zijt ons geweest een Toevlucht van geslacht tot geslacht.
1[] <<Προσευχη του Μωυσεως, του ανθρωπου του Θεου.>> Κυριε, συ εγεινες εις ημας καταφυγη εις γενεαν και γενεαν.
2Eer de bergen geboren waren, en Gij de aarde en de wereld voortgebracht hadt, ja, van eeuwigheid tot eeuwigheid zijt Gij God.
2Πριν γεννηθωσι τα ορη, και πλασης την γην και την οικουμενην, και απο του αιωνος εως του αιωνος, συ εισαι ο Θεος.
3Gij doet den mens wederkeren tot verbrijzeling, en zegt: Keert weder, gij mensenkinderen!
3Επαναφερεις τον ανθρωπον εις τον χουν· και λεγεις, Επιστρεψατε, υιοι των ανθρωπων.
4Want duizend jaren zijn in Uw ogen als de dag van gisteren, als hij voorbijgegaan is, en als een nachtwaak.
4Διοτι χιλια ετη ενωπιον σου ειναι ως ημερα η χθες, ητις παρηλθε, και ως φυλακη νυκτος.
5Gij overstroomt hen; zij zijn gelijk een slaap; in den morgenstond zijn zij gelijk het gras, dat verandert;
5Κατακλυζεις αυτους· ειναι ως ονειρον της αυγης, ως χορτος οστις παρερχεται·
6In den morgenstond bloeit het, en het verandert; des avonds wordt het afgesneden, en het verdort.
6το πρωι ανθει και παρακμαζει· το εσπερας κοπτεται και ξηραινεται.
7Want wij vergaan door Uw toorn; en door Uw grimmigheid worden wij verschrikt.
7[] Διοτι εκλειπομεν εν τη οργη σου και εν τω θυμω σου ταραττομεθα.
8Gij stelt onze ongerechtigheden voor U, onze heimelijke zonden in het licht Uws aanschijns.
8Εθεσας τας ανομιας ημων ενωπιον σου, τα κρυφια ημων εις το φως του προσωπου σου.
9Want al onze dagen gaan henen door Uw verbolgenheid; wij brengen onze jaren door als een gedachte.
9Επειδη πασαι αι ημεραι ημων παρερχονται εν τη οργη σου· διατρεχομεν τα ετη ημων ως διανοημα.
10Aangaande de dagen onzer jaren, daarin zijn zeventig jaren, of, zo wij zeer sterk zijn, tachtig jaren; en het uitnemendste van die is moeite en verdriet; want het wordt snellijk afgesneden, en wij vliegen daarheen.
10Αι ημεραι της ζωης ημων ειναι καθ' εαυτας εβδομηκοντα ετη, και εαν εν ευρωστια, ογδοηκοντα ετη· πλην και το καλητερον μερος αυτων ειναι κοπος και πονος, διοτι ταχεως παρερχεται και εμεις πετωμεν.
11Wie kent de sterkte Uws toorns, en Uw verbolgenheid, naardat Gij te vrezen zijt?
11Τις γνωριζει την δυναμιν της οργης σου και του θυμου σου αναλογως του φοβου σου;
12Leer ons alzo onze dagen tellen, dat wij een wijs hart bekomen.
12[] Διδαξον ημας να μετρωμεν ουτω τας ημερας ημων, ωστε να προσκολλωμεν τας καρδιας ημων εις την σοφιαν.
13Keer weder, HEERE! tot hoe lange? en het berouwe U over Uw knechten.
13Επιστρεψον, Κυριε· εως ποτε; και γενου ιλεως εις τους δουλους σου.
14Verzadig ons in den morgenstond met Uw goedertierenheid, zo zullen wij juichen, en verblijd zijn in al onze dagen.
14Χορτασον ημας του ελεους σου απο πρωιας, και θελομεν αγαλλεσθαι και ευφραινεσθαι κατα πασας τας ημερας ημων.
15Verblijd ons naar de dagen, in dewelke Gij ons gedrukt hebt, naar de jaren, in dewelke wij het kwaad gezien hebben.
15Ευφρανον ημας αντι των ημερων, καθ' ας εθλιψας ημας, των ετων καθ' α ειδομεν κακα.
16Laat Uw werk aan Uw knechten gezien worden, en Uw heerlijkheid over hun kinderen.
16Ας γεινη το εργον σου φανερον εις τους δουλους σου και η δοξα σου εις τους υιους αυτων·
17En de liefelijkheid des HEEREN, onzes Gods; zij over ons; en bevestig Gij het werk onzer handen over ons, ja, het werk onzer handen, bevestig dat.
17και ας ηναι η λαμπροτης Κυριου του Θεου ημων εφ' ημας· και το εργον των χειρων ημων στερεονε εφ' ημας· ναι, το εργον των χειρων ημων, στερεονε αυτο.