Dutch Staten Vertaling

Greek: Modern

Psalms

95

1Komt, laat ons den HEERE vrolijk zingen; laat ons juichen den Rotssteen onzes heils.
1[] Δευτε, ας αγαλλιασθωμεν εις τον Κυριον· ας αλαλαξωμεν εις το φρουριον της σωτηριας ημων.
2Laat ons Zijn aangezicht tegemoet gaan met lof; laat ons Hem juichen met psalmen.
2Ας προφθασωμεν ενωπιον αυτου μετα δοξολογιας· εν ψαλμοις ας αλαλαξωμεν εις αυτον.
3Want de HEERE is een groot God; ja, een groot Koning boven alle goden;
3Διοτι Θεος μεγας ειναι ο Κυριος, και Βασιλευς μεγας υπερ παντας τους θεους.
4In Wiens hand de diepste plaatsen der aarde zijn, en de hoogten der bergen zijn Zijne;
4Διοτι εις αυτου την χειρα ειναι τα βαθη της γης· και τα υψη των ορεων ειναι αυτου.
5Wiens ook de zee is, want Hij heeft ze gemaakt; en Zijn handen hebben het droge geformeerd.
5Διοτι αυτου ειναι η θαλασσα, και αυτος εκαμεν αυτην· και την ξηραν αι χειρες αυτου επλασαν.
6Komt, laat ons aanbidden en nederbukken; laat ons knielen voor den HEERE, Die ons gemaakt heeft.
6Δευτε, ας προσκυνησωμεν και ας προσπεσωμεν· ας γονατισωμεν ενωπιον του Κυριου, του Ποιητου ημων.
7Want Hij is onze God, en wij zijn het volk Zijner weide, en de schapen Zijner hand. Heden, zo gij Zijn stem hoort,
7[] Διοτι αυτος ειναι ο Θεος ημων· και ημεις λαος της βοσκης αυτου και προβατα της χειρος αυτου. Σημερον εαν ακουσητε της φωνης αυτου,
8Verhardt uw hart niet, gelijk te Meriba, gelijk ten dage van Massa in de woestijn;
8μη σκληρυνητε την καρδιαν σας, ως εν τω παροργισμω, ως εν τη ημερα του πειρασμου εν τη ερημω·
9Waar Mij uw vaders verzochten, Mij beproefden, ook Mijn werk zagen.
9οπου οι πατερες σας με επειρασαν, με εδοκιμασαν και ειδον τα εργα μου.
10Veertig jaren heb Ik verdriet gehad aan dit geslacht, en heb gezegd: Zij zijn een volk, dwalende van hart, en zij kennen Mijn wegen niet.
10Τεσσαρακοντα ετη δυσηρεστηθην με την γενεαν εκεινην, και ειπα, ουτος ειναι λαος πεπλανημενος την καρδιαν, και αυτοι δεν εγνωρισαν τας οδους μου.
11Daarom heb Ik in Mijn toorn gezworen: Zo zij in Mijn rust zullen ingaan!
11Δια τουτο ωμοσα εν τη οργη μου, οτι εις την αναπαυσιν μου δεν θελουσιν εισελθει.