1[] Φυλαττε τον ποδα σου, οταν υπαγης εις τον οικον του Θεου· και προθυμου μαλλον να ακουης, παρα να προσφερης θυσιαν αφρονων, οιτινες δεν αισθανονται οτι πραττουσι κακως.
1Keep thy foot when thou goest to the house of God, and draw near to hear, rather than to give the sacrifice of fools: for they know not that they do evil.
2Μη σπευδε δια του στοματος σου, και η καρδια σου ας μη επιταχυνη να προφερη λογον ενωπιον του Θεου· διοτι ο Θεος ειναι εν τω ουρανω, συ δε επι της γης· οθεν οι λογοι σου ας ηναι ολιγοι.
2Be not rash with thy mouth, and let not thy heart be hasty to utter anything before God: for God is in the heavens, and thou upon earth; therefore let thy words be few.
3Επειδη το μεν ονειρον ερχεται εν τω πληθει των περισπασμων· η δε φωνη του αφρονος εν τω πληθει των λογων.
3For a dream cometh through the multitude of business, and a fool's voice through a multitude of words.
4[] Οταν ευχηθης ευχην εις τον Θεον, μη βραδυνης να αποδωσης αυτην· διοτι δεν ευαρεστειται εις τους αφρονας· αποδος ο, τι ηυχηθης.
4When thou vowest a vow unto God, defer not to pay it; for he hath no pleasure in fools: pay that which thou hast vowed.
5Καλλιον να μη ευχηθης, παρα ευχηθεις να μη αποδωσης.
5Better is it that thou shouldest not vow, than that thou shouldest vow and not pay.
6Μη συγχωρησης εις το στομα σου να φερη επι σε αμαρτιαν· μηδε ειπης ενωπιον του αγγελου, οτι ητο εξ αγνοιας· δια τι να οργισθη ο Θεος εις την φωνην σου και να αφανιση τα εργα των χειρων σου;
6Suffer not thy mouth to cause thy flesh to sin; neither say thou before the angel, that it was an inadvertence. Wherefore should God be wroth at thy voice, and destroy the work of thy hands?
7Διοτι εν τω πληθει των ονειρων και εν τω πληθει των λογων ειναι ματαιοτητες· συ δε φοβου τον Θεον.
7For in the multitude of dreams are vanities; so with many words: but fear God.
8Εαν ιδης καταθλιψιν πενητος και παραβιασιν κρισεως και δικαιοσυνης εν τη χωρα, μη θαυμασης δια τουτο· διοτι ο επι τον υψηλον υψηλοτερος επιτηρει· και επι τουτους υψηλοτεροι.
8If thou seest the oppression of the poor, and violent perverting of judgment and justice in a province, marvel not at the matter; for a higher than the high is watching, and there are higher than they.
9[] Η γη ωφελει υπερ παντα· και αυτος ο βασιλευς υπο των αγρων υπηρετειται.
9Moreover the earth is every way profitable: the king [himself] is dependent upon the field.
10Ο αγαπων το αργυριον δεν θελει χορτασθη αργυριου· ουδε εισοδηματων ο αγαπων την αφθονιαν· ματαιοτης και τουτο.
10He that loveth silver shall not be satisfied with silver, nor he that loveth abundance with increase. This also is vanity.
11Πληθυνομενων των αγαθων πληθυνονται και οι τρωγοντες αυτα· και τις η ωφελεια εις τους κυριους αυτων, ειμη το να θεωρωσιν αυτα δια των οφθαλμων αυτων;
11When goods increase, they are increased that eat them; and what profit is there to the owner thereof, except the beholding [of them] with his eyes?
12Ο υπνος του εργαζομενου ειναι γλυκυς, ειτε ολιγον φαγη, ειτε πολυ· ο δε του πλουσιου χορτασμος δεν αφινει αυτον να κοιμαται.
12The sleep of the labourer is sweet, whether he have eaten little or much; but the fulness of the rich doth not suffer him to sleep.
13Υπαρχει κακον θλιβερον, το οποιον ειδον υπο τον ηλιον· πλουτος φυλαττομενος υπο του εχοντος αυτον προς βλαβην αυτου.
13There is a grievous evil that I have seen under the sun: riches kept for the owners thereof to their hurt;
14Και ο πλουτος εκεινος χανεται υπο συμφορας κακης· αυτος δε γεννα υιον και δεν εχει ουδεν εν τη χειρι αυτου.
14or those riches perish by some evil circumstance, and if he have begotten a son, there is nothing in his hand.
15Καθως εξηλθεν εκ της κοιλιας της μητρος αυτου, γυμνος θελει επιστρεψει, υπαγων καθως ηλθε· και δεν θελει βασταζει ουδεν εκ του κοπου αυτου, δια να εχη εν τη χειρι αυτου.
15As he came forth from his mother's womb, naked shall he go away again as he came, and shall take nothing of his labour, which he may carry away in his hand.
16Και τουτο ετι κακον θλιβερον, καθως ηλθεν, ουτω να υπαγη· και τις ωφελεια εις αυτον οτι εκοπιασε δια τον ανεμον;
16And this also is a grievous evil, that in all points as he came so doth he go away, and what profit hath he, in having laboured for the wind?
17Θελει προσετι τρωγει κατα πασας αυτου τας ημερας εν σκοτει και εν πολλη λυπη και αρρωστια και βασανω.
17All his days also he eateth in darkness, and hath much vexation, and sickness, and irritation.
18[] Ιδου, τι ειδον εγω αγαθον· ειναι καλον να τρωγη τις και να πινη και να απολαμβανη τα αγαθα ολου του κοπου αυτου, τον οποιον κοπιαζει υπο τον ηλιον, κατα τον αριθμον των ημερων της ζωης αυτου, οσας εδωκεν ο Θεος εις αυτον· διοτι τουτο ειναι η μερις αυτου.
18Behold what I have seen good and comely: [it is] to eat and to drink, and to enjoy good in all his labour wherewith [man] laboureth under the sun, all the days of his life which God hath given him: for that is his portion.
19Και εις οντινα ανθρωπον ο Θεος δοσας πλουτη και υπαρχοντα, εδωκεν εις αυτον και εξουσιαν να τρωγη απ' αυτων και να λαμβανη το μεριδιον αυτου και να ευφραινεται εις τον κοπον αυτου, τουτο ειναι δωρον Θεου·
19Every man also to whom God hath given riches and wealth, and power to eat thereof, and to take his portion and to rejoice in his labour: that is a gift of God.
20διοτι δεν θελει ενθυμεισθαι πολυ τας ημερας της ζωης αυτου· επειδη ο Θεος αποκρινεται εις την καρδιαν αυτου δι' ευφροσυνης.
20For he will not much remember the days of his life, because God answereth [him] with the joy of his heart.