1[] Καλλιον ονομα καλον παρα πολυτιμον μυρον· και η ημερα του θανατου παρα την ημεραν της γεννησεως.
1A [good] name is better than precious ointment, and the day of death than the day of one's birth.
2Καλλιον να υπαγη τις εις οικον πενθους, παρα να υπαγη εις οικον συμποσιου· διοτι τουτο ειναι το τελος παντος ανθρωπου, και ο ζων θελει βαλει αυτο εις την καρδιαν αυτου.
2It is better to go to the house of mourning than to go to the house of feasting: in that that is the end of all men, and the living taketh it to heart.
3Καλλιον η λυπη παρα τον γελωτα· διοτι εκ της σκυθρωποτητος του προσωπου η καρδια γινεται φαιδροτερα.
3Vexation is better than laughter; for by the sadness of the countenance the heart is made better.
4Η καρδια των σοφων ειναι εν οικω πενθους· αλλ' η καρδια των αφρονων εν οικω ευφροσυνης.
4The heart of the wise is in the house of mourning, but the heart of fools in the house of mirth.
5Καλλιον εις τον ανθρωπον να ακουη επιπληξιν σοφου, παρα να ακουη ασμα αφρονων·
5It is better for a man to hear the rebuke of the wise, than to hear the song of fools.
6διοτι καθως ειναι ο ηχος των ακανθων υποκατω του λεβητος, ουτως ο γελως του αφρονος και τουτο ματαιοτης.
6For as the crackling of thorns under a pot, so is the laughter of the fool. This also is vanity.
7[] Βεβαιως η καταδυναστεια παραλογιζει τον σοφον· και το δωρον διαφθειρει την καρδιαν.
7Surely oppression maketh a wise man mad, and a gift destroyeth the heart.
8Καλλιον το τελος του πραγματος παρα την αρχην αυτου· καλητερος ο μακροθυμος παρα τον υψηλοφρονα.
8Better is the end of a thing than its beginning; better is a patient spirit than a proud spirit.
9Μη σπευδε εν τω πνευματι σου να θυμονης· διοτι ο θυμος αναπαυεται εν τω κολπω των αφρονων.
9Be not hasty in thy spirit to be vexed; for vexation resteth in the bosom of fools.
10Μη ειπης, Τις η αιτια, δια την οποιαν αι παρελθουσαι ημεραι ησαν καλητεραι παρα ταυτας; διοτι δεν ερωτας φρονιμως περι τουτου.
10Say not, How is it that the former days were better than these? for thou dost not inquire wisely concerning this.
11[] Η σοφια ειναι καλη ως η κληρονομια, και ωφελιμος εις τους βλεποντας τον ηλιον.
11Wisdom is as good as an inheritance, and profitable to them that see the sun.
12Διοτι η σοφια ειναι σκεπη, ως ειναι σκεπη το αργυριον· πλην η υπεροχη της γνωσεως ειναι, οτι η σοφια ζωοποιει τους εχοντας αυτην.
12For wisdom is a defence [as] money is a defence; but the excellency of knowledge is, [that] wisdom maketh them that possess it to live.
13Θεωρει το εργον του Θεου· διοτι τις δυναται να καμη ευθες εκεινο, το οποιον αυτος εκαμε στρεβλον;
13Consider the work of God; for who can make straight what he hath made crooked?
14Εν ημερα ευτυχιας ευφραινου, εν δε ημερα δυστυχιας σκεπτου· διοτι ο Θεος εκαμε το εν αντιστιχον του αλλου, δια να μη ευρισκη ο ανθρωπος μηδεν οπισω αυτου.
14In the day of prosperity enjoy good, and in the day of adversity consider: God hath also set the one beside the other, to the end that man should find out nothing [of what shall be] after him.
15Τα παντα ειδον εν ταις ημεραις της ματαιοτητος μου· υπαρχει δικαιος, οστις αφανιζεται εν τη δικαιοσυνη αυτου· και υπαρχει ασεβης, οστις μακροημερευει εν τη κακια αυτου.
15All [this] have I seen in the days of my vanity: there is a righteous [man] that perisheth by his righteousness, and there is a wicked [man] that prolongeth [his days] by his wickedness.
16Μη γινου δικαιος παραπολυ, και μη φρονει σεαυτον υπερμετρα σοφον· δια τι να αφανισθης;
16Be not righteous overmuch; neither make thyself overwise: why shouldest thou destroy thyself?
17Μη γινου κακος παραπολυ, και μη εσο αφρων· δια τι να αποθανης προ του καιρου σου;
17Be not overmuch wicked, neither be thou foolish: why shouldest thou die before thy time?
18Ειναι καλον να κρατης τουτο, απο δε εκεινου να μη αποσυρης την χειρα σου· διοτι ο φοβουμενος τον Θεον θελει εκφυγει παντα ταυτα.
18It is good that thou shouldest take hold of this; yea, also from that withdraw not thy hand: for he that feareth God cometh forth from them all.
19Η σοφια ενδυναμονει τον σοφον περισσοτερον παρα δεκα εξουσιαζοντες, οιτινες ειναι εν τη πολει.
19Wisdom strengtheneth the wise more than ten mighty [men] that are in a city.
20Διοτι δεν υπαρχει ανθρωπος δικαιος επι της γης, οστις να πραττη το καλον και να μη αμαρτανη.
20Surely there is not a righteous man upon earth, that doeth good and sinneth not.
21Προσετι, μη δωσης την προσοχην σου εις παντας τους λογους οσοι λεγονται· μηποτε ακουσης τον δουλον σου καταρωμενον σε·
21Also give not heed unto all words that are spoken, lest thou hear thy servant curse thee.
22διοτι πολλακις και η καρδια σου γνωριζει οτι και συ παρομοιως κατηρασθης αλλους.
22For also thine own heart knoweth that oftentimes thou thyself likewise hast cursed others.
23[] Παντα ταυτα εδοκιμασα δια της σοφιας· ειπα, Θελω γεινει σοφος· αλλ' αυτη απεμακρυνθη απ' εμου.
23All this have I tried by wisdom: I said, I will be wise; but it was far from me.
24Ο, τι ειναι πολυ μακραν και εις ακρον βαρυ, τις δυναται να ευρη τουτο;
24Whatever hath been, is far off, and exceeding deep: who will find it out?
25Εγω περιηλθον εν τη καρδια μου δια να μαθω και να ανιχνευσω, και να εκζητησω σοφιαν και τον λογον των πραγματων, και να γνωρισω την ασεβειαν της αφροσυνης και την ηλιθιοτητα της ανοησιας.
25I turned, I and my heart, to know, and to search, and to seek out wisdom and reason, and to know wickedness to be folly, and foolishness to be madness;
26Και ευρον οτι πικροτερα ειναι παρα θανατον η γυνη, της οποιας η καρδια ειναι παγιδες και δικτυα και αι χειρες αυτης δεσμα· ο αρεστος ενωπιον του Θεου θελει εκφυγει απ' αυτης· ο δε αμαρτωλος θελει συλληφθη εν αυτη.
26and I found more bitter than death the woman whose heart is nets and snares, [and] whose hands are bands: whoso pleaseth God shall escape from her; but the sinner shall be caught by her.
27Ιδε, τουτο ευρηκα, λεγει ο Εκκλησιαστης, εξεταζων εν προς εν, δια να ευρω τον λογον·
27See this which I have found, saith the Preacher, [searching] one by one to find out the reason;
28τον οποιον ετι η ψυχη μου εκζητει αλλα δεν ευρισκω· ανδρα ενα μεταξυ χιλιων ευρηκα· γυναικα ομως μιαν μεταξυ πασων τουτων δεν ευρηκα.
28which my soul yet seeketh, and I have not found: one man among a thousand have I found, but a woman among all those have I not found.
29Ιδου, τουτο μονον ευρηκα· οτι ο Θεος εκαμε τον ανθρωπον ευθυν, αλλ' αυτοι επεζητησαν λογισμους πολλους.
29Only see this which I have found: that God made man upright, but they have sought out many devices.