1[] Δεν θελει εισθαι ομως τοιουτον θαμβωμα εις την γην την τεθλιμμενην· εν τοις προτεροις καιροις εξουθενωσε την γην Ζαβουλων και την γην Νεφθαλειμ· εν δε τοις υστεροις εκαμεν ενδοξα τα μερη τα προς την οδον της θαλασσης, περαν του Ιορδανου, την Γαλιλαιαν των εθνων.
1Nevertheless the darkness shall not be as when the distress was in the [land], at the time he at first lightly, and afterwards heavily, visited the land of Zebulun and the land of Naphtali, -- the way of the sea, beyond the Jordan, Galilee of the nations:
2Ο λαος ο περιπατων εν τω σκοτει ειδε φως μεγα· εις τους καθημενους εν γη σκιας θανατου, φως ελαμψεν επ' αυτους.
2the people that walked in darkness have seen a great light; they that dwelt in the land of the shadow of death, upon them light hath shone.
3Επολλαπλασιασας το εθνος, ηυξησας εις αυτην την χαραν· χαιρουσιν εμπροσθεν σου κατα την χαραν του θερισμου, καθως αγαλλονται οι διαμεριζομενοι τα λαφυρα.
3Thou hast multiplied the nation, hast increased its joy: they joy before thee like to the joy in harvest; as [men] rejoice when they divide the spoil.
4Διοτι συ συνετριψας τον ζυγον του φορτιου αυτου και την ραβδον του ωμου αυτου και την μαστιγα του καταδυναστευοντος αυτον, καθως εν τη ημερα του Μαδιαμ.
4For thou hast broken the yoke of his burden and the staff of his shoulder, the rod of his oppressor, as in the day of Midian.
5Διοτι πασα περικνημις πολεμιστου μαχομενου μετα θορυβου και πασα στολη κεκυλισμενη εις αιματα θελει εισθαι δια καυσιν και υλην πυρος.
5For every boot of him that is shod for the tumult, and the garment rolled in blood, shall be for burning, fuel for fire.
6Διοτι παιδιον εγεννηθη εις ημας, υιος εδοθη εις ημας· και η εξουσια θελει εισθαι επι τον ωμον αυτου· και το ονομα αυτου θελει καλεσθη Θαυμαστος, Συμβουλος, Θεος ισχυρος, Πατηρ του μελλοντος αιωνος, Αρχων ειρηνης.
6For unto us a child is born, unto us a son is given; and the government shall be upon his shoulder; and his name is called Wonderful, Counsellor, Mighty ùGod, Father of Eternity, Prince of Peace.
7Εις την αυξησιν της εξουσιας αυτου και της ειρηνης δεν θελει εισθαι τελος, επι τον θρονον του Δαβιδ και επι την βασιλειαν αυτου, δια να διαταξη αυτην και να στερεωση αυτην εν κρισει και δικαιοσυνη απο του νυν και εως αιωνος. Ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο.
7Of the increase of his government and of peace there shall be no end, upon the throne of David and over his kingdom, to establish it, and to uphold it with judgment and with righteousness, from henceforth even for ever. The zeal of Jehovah of hosts will perform this.
8[] Ο Κυριος απεστειλε λογον κατα του Ιακωβ και επεσεν επι τον Ισραηλ.
8The Lord sent a word unto Jacob, and it lighteth upon Israel.
9Και πας ο λαος θελει γνωρισει τουτο, ο Εφραιμ και ο κατοικος της Σαμαρειας, οιτινες λεγουσιν υπερηφανως και με επαρσιν καρδιας,
9And all the people shall know [it], Ephraim and the inhabitant of Samaria, that say in pride and stoutness of heart,
10οι πλινθοι επεσον, πλην ημεις θελομεν κτισει με πελεκητας πετρας· αι συκομορεαι εκοπησαν, πλην ημεις θελομεν αλλαξει αυτας εις κεδρους.
10The bricks are fallen down, but we will build with hewn stones; the sycamore trees are cut down, but we will replace them with cedars.
11Δια τουτο ο Κυριος θελει εξεγειρει τους εχθρους του Ρεσιν εναντιον αυτου και συνενωσει τους πολεμιους αυτου·
11And Jehovah will set up the adversaries of Rezin against him, and arm his enemies,
12τους Συριους εμπροσθεν και τους Φιλισταιους οπισθεν· και θελουσι καταφαγει τον Ισραηλ με ανοικτον στομα. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ' η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη.
12the Syrians on the east, and the Philistines on the west; and they shall devour Israel with open mouth. For all this his anger is not turned away, and his hand is stretched out still.
13Πλην ο λαος δεν επιστρεφει προς τον παταξαντα αυτον, ουδε εκζητουσι τον Κυριον των δυναμεων.
13But the people turneth not unto him that smiteth them, and they do not seek Jehovah of hosts.
14Δια τουτο ο Κυριος θελει εκκοψει απο του Ισραηλ κεφαλην και ουραν, κλαδον και σπαρτον, εν μια ημερα.
14And Jehovah will cut off from Israel head and tail, palm-branch and rush, in one day:
15Ο πρεσβυτης και ο εντιμος, αυτος ειναι η κεφαλη· και ο προφητης οστις διδασκει ψευδη, αυτος ειναι η ουρα.
15the ancient and honourable, he is the head; and the prophet that teacheth lies, he is the tail.
16Διοτι οι μακαριζοντες τον λαον τουτον πλανωσιν αυτον· και οι μακαριζομενοι υπ' αυτων αφανιζονται.
16For the guides of this people mislead [them]; and they that are guided by them are swallowed up.
17Δια τουτο ο Κυριος δεν θελει ευφρανθη εις τους νεανισκους αυτων, ουδε θελει ελεησει τους ορφανους και τας χηρας αυτων· επειδη παντες ειναι υποκριται και κακοποιοι, και παν στομα λαλει ασεβως. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ' η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη.
17Therefore the Lord will not rejoice in their young men, neither will he have mercy on their fatherless and on their widows; for every one is a hypocrite and an evildoer, and every mouth speaketh folly. For all this his anger is not turned away, and his hand is stretched out still.
18Διοτι η ανομια αφανιζει ως το πυρ, το κατατρωγον τους τριβολους και τας ακανθας και το φλεγον εν τοις πυκνοτατοις του δασους· και αυτα θελουσιν αναβη εις στηλην περιτυλισσομενου καπνου.
18For wickedness burneth as a fire: it devoureth briars and thorns, and kindleth in the thickets of the forest, and they go rolling up like a pillar of smoke.
19Απο του θυμου του Κυριου των δυναμεων η γη εσκοτισθη, και ο λαος θελει εισθαι ως υλη πυρος· ανθρωπος δεν θελει ελεησει τον αδελφον αυτου.
19Through the wrath of Jehovah of hosts is the land burned up, and the people is as fuel for fire: a man spareth not his brother;
20Και θελει αρπασει εις τα δεξια, πλην θελει πεινασει· και θελει φαγει εις τα αριστερα, πλην δεν θελει χορτασθη· θελουσι φαγει πας ανθρωπος την σαρκα του βραχιονος αυτου·
20and he snatcheth on the right hand, and is hungry, and eateth on the left hand; and they are not satisfied. They eat every man the flesh of his own arm:
21ο Μανασσης τον Εφραιμ και ο Εφραιμ τον Μανασσην· και αυτοι ομου θελουσιν εισθαι εναντιον του Ιουδα. Εν πασι τουτοις ο θυμος αυτου δεν απεστραφη, αλλ' η χειρ αυτου ειναι ετι εξηπλωμενη.
21Manasseh, Ephraim, and Ephraim, Manasseh; [and] they together are against Judah. For all this his anger is not turned away, and his hand is stretched out still.