1[] Και απεκριθη Σωφαρ ο Νααμαθιτης και ειπε·
1And Zophar the Naamathite answered and said,
2Δια τουτο οι στοχασμοι μου με κινουσιν εις το να αποκριθω, και δια τουτο σπευδω.
2Therefore do my thoughts give me an answer, and for this is my haste within me.
3Ηκουσα την εις εμε ονειδιστικην επιπληξιν, και το πνευμα της συνεσεως μου με καμνει να αποκριθω.
3I hear a reproof putting me to shame; and [my] spirit answereth me by mine understanding.
4Δεν γνωριζεις τουτο παλαιοθεν αφ' οτου ο ανθρωπος ετεθη επι της γης,
4Knowest thou [not] this, that of old, since man was placed upon earth,
5οτι ο θριαμβος των ασεβων ειναι ολιγοχρονιος, και η χαρα του υποκριτου στιγμαια.
5The exultation of the wicked is short, and the joy of the ungodly man but for a moment?
6Και αν το μεγαλειον αυτου αναβη εις τους ουρανους και η κεφαλη αυτου φθαση εως των νεφελων,
6Though his height mount up to the heavens, and his head reach unto the clouds,
7θελει αφανισθη διαπαντος ως κοπρος αυτου· οσοι εβλεπον αυτον θελουσι λεγει, Που εκεινος;
7Like his own dung doth he perish for ever; they which have seen him shall say, Where is he?
8θελει πεταξει ως ονειρον και δεν θελει ευρεθη· και, ως ορασις της νυκτος θελει εξαφανισθη.
8He flieth away as a dream, and is not found; and is chased away as a vision of the night.
9Και ο οφθαλμος οστις εβλεπεν αυτον δεν θελει ιδει αυτον πλεον· και ο τοπος αυτου δεν θελει πλεον γνωρισει αυτον.
9The eye which saw him shall [see him] not again; and his place beholdeth him no more.
10[] Οι υιοι αυτου θελουσι ζητησει την ευνοιαν των πτωχων, και αι χειρες αυτου θελουσιν επιστρεψει τα αγαθα αυτων.
10His children shall seek the favour of the poor, and his hands restore his wealth.
11Τα οστα αυτου γεμουσιν απο των αμαρτηματων της νεοτητος αυτου, και θελουσι κοιμηθη μετ' αυτου εν χωματι.
11His bones were full of his youthful strength; but it shall lie down with him in the dust.
12Αν και η κακια ηναι γλυκεια εν τω στοματι αυτου, κρυπτη αυτην υπο την γλωσσαν αυτου·
12Though wickedness be sweet in his mouth [and] he hide it under his tongue,
13αν και περιθαλπη αυτην και δεν αφινη αυτην, αλλα κρατη αυτην εν τω μεσω του ουρανισκου αυτου·
13[Though] he spare it, and forsake it not, but keep it within his mouth,
14ομως η τροφη αυτου θελει αλλοιωθη εις τα εντοσθια αυτου· χολη ασπιδων θελει γεινει εν αυτω.
14His food is turned in his bowels; it is the gall of asps within him.
15Τα πλουτη οσα κατεπιε, θελει εξεμεσει· ο Θεος θελει εκσπασει αυτα απο της κοιλιας αυτου.
15He hath swallowed down riches, but he shall vomit them up again: ùGod shall cast them out of his belly.
16Φαρμακιον ασπιδων θελει θηλασει· γλωσσα εχιδνης θελει θανατωσει αυτον.
16He shall suck the poison of asps; the viper's tongue shall kill him.
17Δεν θελει ιδει τους ποταμους, τους ρυακας τους ρεοντας μελι και βουτυρον.
17He shall not see streams, rivers, brooks of honey and butter.
18Εκεινο, δια το οποιον εκοπιασε, θελει αποδωσει και δεν θελει καταπιει αυτο· κατα την αποκτησιν θελει γεινει η αποδοσις αυτου, και δεν θελει χαρη.
18That which he laboured for shall he restore, and not swallow down; its restitution shall be according to the value, and he shall not rejoice [therein].
19Διοτι κατεθλιψεν, εγκατελιπε τους πενητας· ηρπασεν οικιαν, την οποιαν δεν ωκοδομησε.
19For he hath oppressed, hath forsaken the poor; he hath violently taken away a house that he did not build.
20Βεβαιως δεν θελει γνωρισει αναπαυσιν εν τη κοιλια αυτου· δεν θελει διασωσει ουδεν εκ των επιθυμητων αυτου.
20Because he knew no rest in his craving, he shall save nought of what he most desired.
21Δεν θελει μεινει εις αυτον ουδεν προς τροφην· οθεν δεν θελει ελπισει επι τα αγαθα αυτου.
21Nothing escaped his greediness; therefore his prosperity shall not endure.
22Εν τη πληρει αφθονια αυτου θελει επελθει επ' αυτον στενοχωρια· πασα η δυναμις της ταλαιπωριας θελει επιπεσει επ' αυτον.
22In the fulness of his sufficiency he shall be in straits; every hand of the wretched shall come upon him.
23[] Ενω καταγινεται να εμπληση την κοιλιαν αυτου, ο Θεος θελει αποστειλει τον θυμον της οργης αυτου επ' αυτον, και θελει επιβρεξει αυτον κατ' αυτου ενω τρωγει.
23It shall be that, to fill his belly, he will cast his fierce anger upon him, and will rain it upon him into his flesh.
24Ενω φευγει το οπλον το σιδηρουν, το χαλκινον τοξον θελει διαπερασει αυτον.
24If he have fled from the iron weapon, the bow of brass shall strike him through.
25Το βελος συρεται και διαπερα το σωμα, και η αστραπτουσα ακμη εξερχεται εκ της χολης αυτου. Τρομοι ειναι επ' αυτον,
25He draweth it forth; it cometh out of his body, and the glittering point out of his gall: terrors are upon him.
26παν σκοτος κρυπτεται εν τοις ταμειοις αυτου· πυρ ασβεστον θελει κατατρωγει αυτον· οσοι εναπελειφθησαν εν τη σκηνη αυτου θελουσι δυστυχει.
26All darkness is laid up for his treasures: a fire not blown shall devour him; it shall feed upon what is left in his tent.
27Ο ουρανος θελει ανακαλυψει την ανομιαν αυτου· και η γη θελει σηκωθη κατ' αυτου.
27The heavens shall reveal his iniquity, and the earth shall rise up against him.
28Η περιουσια του οικου αυτου θελει αφανισθη· θελει διαρρευσει εν τη ημερα της κατ' αυτου οργης.
28The increase of his house shall depart, flowing away in the day of his anger.
29Αυτη ειναι η παρα του Θεου μερις του ασεβους ανθρωπου, και η κληρονομια η διωρισμενη εις αυτον παρα του Θεου.
29This is the portion of the wicked man from God, and the heritage appointed to him by ùGod.