Greek: Modern

Darby's Translation

Job

33

1[] Δια τουτο, Ιωβ, ακουσον τωρα τας ομιλιας μου, και ακροασθητι παντας τους λογους μου.
1Howbeit, Job, I pray thee, hear mine utterances, and hearken to all my words.
2Ιδου, τωρα ηνοιξα το στομα μου· η γλωσσα μου λαλει εν τω στοματι μου.
2Behold now, I have opened my mouth, my tongue speaketh in my palate,
3Οι λογοι μου θελουσιν εισθαι κατα την ευθυτητα της καρδιας μου· και τα χειλη μου θελουσι προφερει γνωσιν καθαραν.
3My words shall be of the uprightness of my heart, and my lips shall utter knowledge purely.
4Το Πνευμα του Θεου με εκαμε και η πνοη του Παντοδυναμου με εζωοποιησεν.
4The Spirit of ùGod hath made me, and the breath of the Almighty hath given me life.
5Εαν δυνασαι, αποκριθητι μοι· παραταχθητι εμπροσθεν μου· στηθι.
5If thou canst, answer me; array [thy words] before me: take thy stand.
6Ιδου, εγω ειμαι κατα τον λογον σου απο μερους του Θεου· εκ πηλου ειμαι και εγω μεμορφωμενος.
6Behold, before ùGod I am as thou; I also am formed out of the clay.
7Ιδου, ο τρομος μου δεν θελει σε ταραξει, ουδε η χειρ μου θελει εισθαι βαρεια επι σε.
7Behold, my terror shall not make thee afraid, nor my burden be heavy upon thee.
8[] Συ τωοντι ειπας εις τα ωτα μου, και ηκουσα την φωνην των λογων σου,
8Surely thou hast spoken in my hearing, and I have heard the voice of [thy] words: --
9Ειμαι καθαρος χωρις αμαρτιας· ειμαι αθωος· και ανομια δεν υπαρχει εν εμοι·
9I am clean without transgression; I am pure, and there is no iniquity in me;
10ιδου, ευρισκει αφορμας εναντιον μου· με νομιζει εχθρον αυτου·
10Lo, he findeth occasions of hostility against me, he counteth me for his enemy;
11βαλλει τους ποδας μου εν τω ξυλω· παραφυλαττει πασας τας οδους μου.
11He putteth my feet in the stocks, he marketh all my paths.
12Ιδου, κατα τουτο δεν εισαι δικαιος· θελω αποκριθη προς σε, διοτι ο Θεος ειναι μεγαλητερος του ανθρωπου.
12Behold, I will answer thee in this, thou art not right; for +God is greater than man.
13Δια τι αντιμαχεσαι προς αυτον; διοτι δεν διδει λογον περι ουδεμιας των πραξεων αυτου.
13Why dost thou strive against him? for he giveth not account of any of his matters.
14[] Διοτι ο Θεος λαλει απαξ και δις, αλλ' ο ανθρωπος δεν προσεχει.
14For ùGod speaketh once, and twice, -- [and man] perceiveth it not --
15Εν ενυπνιω, εν ορασει νυκτερινη, οτε βαθυς υπνος πιπτει επι τους ανθρωπους, οτε υπνωττουσιν επι της κλινης·
15In a dream, in a vision of the night, when deep sleep falleth upon men, in slumberings upon the bed;
16τοτε ανοιγει τα ωτα των ανθρωπων, και επισφραγιζει την προς αυτους νουθεσιαν·
16Then he openeth men's ears, and sealeth their instruction,
17δια να αποστρεψη τον ανθρωπον απο των πραξεων αυτου και να εκβαλη την υπερηφανιαν εκ του ανθρωπου.
17That he may withdraw man [from his] work, and hide pride from man.
18Προλαμβανει την ψυχην αυτου απο του λακκου και την ζωην αυτου απο του να διαπερασθη υπο ρομφαιας.
18He keepeth back his soul from the pit, and his life from passing away by the sword.
19[] Παλιν, τιμωρειται με πονους επι της κλινης αυτου, και το πληθος των οστεων αυτου με δυνατους πονους·
19He is chastened also with pain upon his bed, and with constant strife in his bones;
20ωστε η ζωη αυτου αποστρεφεται τον αρτον και η ψυχη αυτου το επιθυμητον φαγητον·
20And his life abhorreth bread, and his soul dainty food;
21η σαρξ αυτου αναλισκεται, ωστε δεν φαινεται, και τα οστα αυτου τα αφανη εξεχουσιν·
21His flesh is consumed away from view, and his bones that were not seen stick out;
22η δε ψυχη αυτου πλησιαζει εις τον λακκον και η ζωη αυτου εις τους φονευτας.
22And his soul draweth near to the pit, and his life to the destroyers.
23Εαν ηναι μηνυτης μετ' αυτου η ερμηνευτης, εις μεταξυ χιλιων, δια να αναγγειλη προς τον ανθρωπον την ευθυτητα αυτου·
23If there be a messenger with him, an interpreter, one among a thousand, to shew unto man his duty;
24τοτε θελει εισθαι ιλεως εις αυτον και θελει ειπει, Λυτρωσον αυτον απο του να καταβη εις τον λακκον· εγω ευρηκα εξιλασμον.
24Then he will be gracious unto him, and say, Deliver him from going down to the pit: I have found a ransom.
25Η σαρξ αυτου θελει εισθαι ανθηροτερα νηπιου· θελει επιστρεψει εις τας ημερας της νεοτητος αυτου·
25His flesh shall be fresher than in childhood; he shall return to the days of his youth.
26θελει δεηθη του Θεου και θελει ευνοησει προς αυτον· και θελει βλεπει το προσωπον αυτου εν χαρα· και θελει αποδωσει εις τον ανθρωπον την δικαιοσυνην αυτου.
26He shall pray unto +God, and he will receive him with favour; and he shall see his face with shoutings, and he will render unto man his righteousness.
27Θελει βλεπει προς τους ανθρωπους και θελει λεγει, Ημαρτησα και διεστρεψα το ορθον, και δεν με ωφελησεν·
27He will sing before men, and say, I have sinned, and perverted what was right, and it hath not been requited to me;
28αλλ' αυτος ελυτρωσε την ψυχην μου απο του να υπαγη εις τον λακκον· και η ζωη μου θελει ιδει το φως.
28He hath delivered my soul from going into the pit, and my life shall see the light.
29[] Ιδου, παντα ταυτα εργαζεται ο Θεος δις και τρις μετα του ανθρωπου,
29Lo, all these [things] worketh ùGod twice, thrice, with man,
30δια να αποστρεψη την ψυχην αυτου απο του λακκου, ωστε να φωτισθη εν τω φωτι των ζωντων.
30To bring back his soul from the pit, that he may be enlightened with the light of the living.
31Προσεχε, Ιωβ, ακουσον μου· σιωπα, και εγω θελω λαλησει.
31Mark well, Job, hearken unto me; be silent, and I will speak.
32Εαν εχης τι να ειπης, αποκριθητι μοι· λαλησον, διοτι επιθυμω να δικαιωθης.
32If thou hast anything to say, answer me; speak, for I desire to justify thee.
33Ει δε μη, συ ακουσον μου· σιωπα και θελω σε διδαξει σοφιαν.
33If not, hearken thou unto me; be silent, and I will teach thee wisdom.