1[] Και επανελαβεν ο Ελιου και ειπε·
1Moreover Elihu answered and said,
2Στοχαζεσαι οτι ειναι ορθον τουτο, το οποιον ειπας, Ειμαι δικαιοτερος του Θεου;
2Thinkest thou this to be right, that thou saidst, My righteousness is more than ùGod's?
3Διοτι ειπας, Τις ωφελεια θελει εισθαι εις σε; Τι κερδος θελω λαβει εκ τουτου μαλλον παρα εκ της αμαρτιας μου;
3For thou hast asked of what profit it is unto thee: what do I gain more than if I had sinned?
4Εγω θελω αποκριθη προς σε και προς τους φιλους σου μετα σου.
4I will reply to thee in words, and to thy companions with thee.
5Αναβλεψον εις τους ουρανους και ιδε· και θεωρησον τα νεφη, ποσον υψηλοτερα σου ειναι.
5Look unto the heavens and see; and survey the skies: they are higher than thou.
6Εαν αμαρτανης, τι πραττεις κατ' αυτου; η αν αι παραβασεις σου πολλαπλασιασθωσι, τι κατορθονεις κατ' αυτου;
6If thou sinnest, what doest thou against him? If thy transgressions be multiplied, what doest thou unto him?
7Εαν ησαι δικαιος, τι θελεις δωσει εις αυτον; η τι θελει λαβει εκ της χειρος σου;
7If thou be righteous, what givest thou to him? or what doth he receive of thy hand?
8Η ασεβεια σου δυναται να βλαψη ανθρωπον ως σε· και η δικαιοσυνη σου δυναται να ωφεληση υιον ανθρωπου.
8Thy wickedness [may affect] a man as thou [art], and thy righteousness a son of man.
9[] Εκ του πληθους των καταθλιβοντων καταβοωσι· κραυγαζουσιν ενεκεν του βραχιονος των ισχυρων·
9By reason of the multitude of oppressions they cry; they cry out by reason of the arm of the mighty:
10Αλλ' ουδεις λεγει, που ειναι ο Θεος ο Ποιητης μου, οστις διδει ασματα εις την νυκτα,
10But none saith, Where is +God my Maker, who giveth songs in the night,
11Οστις συνετιζει ημας υπερ τα κτηνη της γης, και σοφιζει ημας υπερ τα πετεινα του ουρανου;
11Who teacheth us more than the beasts of the earth, and maketh us wiser than the fowl of the heavens?
12Εκει βοωσι δια την υπερηφανιαν των πονηρων, δεν θελει ομως αποκριθη.
12There they cry, and he answereth not, because of the pride of evil men.
13Ο Θεος βεβαιως δεν θελει εισακουσει της ματαιολογιας, ουδε θελει επιβλεψει ο Παντοδυναμος εις αυτην·
13Surely ùGod will not hear vanity, neither will the Almighty regard it.
14[] ποσον ολιγωτερον οταν συ λεγης, οτι δεν θελεις ιδει αυτον· η κρισις ομως ειναι ενωπιον αυτου· οθεν εχε το θαρρος σου επ' αυτον.
14Although thou sayest thou dost not see him, judgment is before him, therefore wait for him.
15Αλλα τωρα, επειδη δεν επεσκεφθη εν τω θυμω αυτου και δεν παρετηρησε μετα μεγαλης αυστηροτητος,
15But now, because he hath not visited in his anger, doth not [Job] know [his] great arrogancy?
16δια τουτο ο Ιωβ ανοιγει το στομα αυτου ματαιως· επισωρευει λογους εν αγνωσια.
16For Job hath opened his mouth in vanity, and made words abundant without knowledge.