1[] Οταν καθησης να φαγης μετα αρχοντος, παρατηρει επιμελως τα παρατιθεμενα εμπροσθεν σου·
1When thou sittest to eat with a ruler, consider well who is before thee;
2και βαλε μαχαιραν εις τον λαιμον σου, εαν ησαι αδηφαγος·
2and put a knife to thy throat, if thou be a man given to appetite.
3μη επιθυμει τα εδεσματα αυτου· διοτι ταυτα ειναι τροφη δολιοτητος.
3Be not desirous of his dainties; for they are deceitful food.
4[] Μη μεριμνα δια να γεινης πλουσιος· απεχε απο της σοφιας σου.
4Weary not thyself to become rich; cease from thine own intelligence:
5Θελεις επιστησει τους οφθαλμους σου εις το μη υπαρχον; διοτι ο πλουτος κατασκευαζει βεβαιως εις εαυτον πτερυγας ως αετου και πετα προς τον ουρανον.
5wilt thou set thine eyes upon it, it is gone; for indeed it maketh itself wings and it flieth away as an eagle towards the heavens.
6[] Μη τρωγε τον αρτον του φθονερου, μηδε επιθυμει τα εδεσματα αυτου·
6Eat thou not the food of him that hath an evil eye, neither desire thou his dainties.
7διοτι καθως φρονει εν τη ψυχη αυτου, τοιουτος ειναι· φαγε και πιε, λεγει προς σε· αλλ' η καρδια αυτου δεν ειναι μετα σου.
7For as he thinketh in his soul, so is he. Eat and drink! will he say unto thee; but his heart is not with thee.
8Το ψωμιον, το οποιον εφαγες, θελεις εξεμεσει και θελεις χασει τας γλυκειας συνομιλιας σου.
8Thy morsel which thou hast eaten must thou vomit up, and thou wilt have wasted thy sweet words.
9[] Μη λαλει εις τα ωτα του αφρονος· διοτι θελει καταφρονησει την σοφιαν των λογων σου.
9Speak not in the ears of a foolish [man], for he will despise the wisdom of thy words.
10[] Μη μετακινει ορια αρχαια· και μη εισελθης εις τους αγρους των ορφανων·
10Remove not the ancient landmark; and enter not into the fields of the fatherless:
11διοτι ο Λυτρωτης αυτων ειναι ισχυρος· αυτος θελει εκδικασει την δικην αυτων εναντιον σου.
11for their redeemer is mighty; he will plead their cause against thee.
12[] Προσκολλησον την καρδιαν σου εις την παιδειαν και τα ωτα σου εις τους λογους της γνωσεως.
12Apply thy heart unto instruction, and thine ears to the words of knowledge.
13Μη φειδου να παιδευης το παιδιον· διοτι εαν κτυπησης αυτο δια της ραβδου, δεν θελει αποθανει·
13Withhold not correction from the child; for [if] thou beatest him with the rod, he shall not die:
14συ κτυπων αυτο δια της ραβδου, θελεις ελευθερωσει την ψυχην αυτου εκ του αδου.
14thou shalt beat him with the rod, and shalt deliver his soul from Sheol.
15Υιε μου, εαν η καρδια σου γεινη σοφη, θελει ευφραινεσθαι και η καρδια εμου·
15My son, if thy heart be wise, my heart shall rejoice, even mine;
16και τα νεφρα μου θελουσιν αγαλλεσθαι, οταν τα χειλη σου λαλωσιν ορθα.
16and my reins shall exult, when thy lips speak right things.
17[] Ας μη ζηλευη η καρδια σου τους αμαρτωλους· αλλ' εσο εν τω φοβω του Κυριου ολην την ημεραν·
17Let not thy heart envy sinners, but [be thou] in the fear of Jehovah all the day;
18διοτι βεβαιως ειναι αμοιβη, και η ελπις σου δεν θελει εκκοπη.
18for surely there is a result, and thine expectation shall not be cut off.
19[] Ακουε συ, υιε μου, και γινου σοφος, και κατευθυνε την καρδιαν σου εις την οδον.
19Thou, my son, hear and be wise, and direct thy heart in the way.
20Μη εσο μεταξυ οινοποτων, μεταξυ κρεοφαγων ασωτων·
20Be not among winebibbers, among riotous eaters of flesh.
21διοτι ο μεθυσος και ο ασωτος θελουσι πτωχευσει· και ο υπνωδης θελει ενδυθη ρακη.
21For the drunkard and the glutton shall come to poverty; and drowsiness clotheth with rags.
22Υπακουε εις τον πατερα σου, οστις σε εγεννησε· και μη καταφρονει την μητερα σου, οταν γηραση.
22Hearken unto thy father that begat thee, and despise not thy mother when she is old.
23Αγοραζε την αληθειαν και μη πωλει· την σοφιαν και την παιδειαν και την συνεσιν.
23Buy the truth, and sell it not; wisdom, and instruction, and intelligence.
24Ο πατηρ του δικαιου θελει χαρη σφοδρα· και οστις γεννα σοφον υιον, θελει ευφραινεσθαι εις αυτον.
24The father of a righteous [man] shall greatly rejoice, and he that begetteth a wise [son] shall have joy of him:
25Ο πατηρ σου και η μητηρ σου θελουσιν ευφραινεσθαι· μαλιστα εκεινη, ητις σε εγεννησε, θελει χαιρει.
25let thy father and thy mother have joy, and let her that bore thee rejoice.
26Υιε μου, δος την καρδιαν σου εις εμε, και ας προσεχωσιν οι οφθαλμοι σου εις τας οδους μου·
26My son, give me thy heart, and let thine eyes observe my ways.
27διοτι η πορνη ειναι λακκος βαθυς· και η αλλοτρια γυνη στενον φρεαρ.
27For a whore is a deep ditch; and a strange woman is a narrow pit.
28Αυτη προσετι ενεδρευει ως ληστης και πληθυνει τους παραβατας μεταξυ των ανθρωπων.
28She also lieth in wait as a robber, and increaseth the treacherous among men.
29[] Εις τινα ειναι ουαι; εις τινα στεναγμοι; εις τινα εριδες; εις τινα ματαιολογιαι; εις τινα κτυπηματα ανευ αιτιας; εις τινα φλογωσις οφθαλμων;
29Who hath woe? Who hath sorrow? Who contentions? Who complaining? Who wounds without cause? Who redness of eyes?
30Εις τους εγχρονιζοντας εν τω οινω· εις εκεινους οιτινες διαγουσιν ανιχνευοντες οινοποσιας.
30-- They that tarry long at the wine; they that go to try mixed wine.
31Μη θεωρει τον οινον οτι κοκκινιζει, οτι διδει το χρωμα αυτου εις το ποτηριον, οτι καταβαινει ευαρεστως.
31Look not upon the wine when it is red, when it sparkleth in the cup, and goeth down smoothly:
32Εν τω τελει αυτου δακνει ως οφις και κεντρονει ως βασιλισκος·
32at the last it biteth like a serpent, and stingeth like an adder.
33Οι οφθαλμοι σου θελουσι κυτταξει αλλοτριας γυναικας, και η καρδια σου θελει λαλησει αισχρα·
33Thine eyes shall behold strange women, and thy heart shall speak froward things;
34και θελεις εισθαι ως κοιμωμενος εν μεσω θαλασσης, και ως κοιτωμενος επι κορυφης, καταρτιου·
34and thou shalt be as he that lieth down in the midst of the sea, and as he that lieth down upon the top of a mast:
35με ετυπτον, θελεις ειπει, και δεν επονεσα· με εδειραν, και δεν ησθανθην· ποτε θελω εγερθη, δια να υπαγω να ζητησω αυτον παλιν;
35-- ''They have smitten me, [and] I am not sore; they have beaten me, [and] I knew it not. When shall I awake? I will seek it yet again.''