1[] <<Ψαλμος του Δαβιδ.>> Ελεος και κρισιν θελω ψαλλει· εις σε, Κυριε, θελω ψαλμωδει.
1{A Psalm of David.} I will sing of loving-kindness and judgment: unto thee, Jehovah, will I sing psalms.
2Θελω εισθαι συνετος εν οδω αμωμω· ποτε θελεις ελθει προς εμε; θελω περιπατει εν ακεραιοτητι της καρδιας μου εν μεσω του οικου μου.
2I will behave myself wisely in a perfect way. When wilt thou come unto me? I will walk within my house in the integrity of my heart.
3Δεν θελω βαλει προ οφθαλμων μου πραγμα πονηρον· μισω τους ποιουντας παρανομα· ουδεν τουτων θελει κολληθη εις εμε.
3I will set no thing of Belial before mine eyes: I hate the work of them that turn aside; it shall not cleave to me.
4Η διεστραμμενη καρδια θελει αποβληθη απ' εμου· τον πονηρον δεν θελω γνωριζει.
4A perverse heart shall depart from me; I will not know evil.
5Τον καταλαλουντα κρυφιως τον πλησιον αυτου, τουτον θελω εξολοθρευει· τον εχοντα υπερηφανον βλεμμα και επηρμενην καρδιαν, τουτον δεν θελω υποφερει.
5Whoso secretly slandereth his neighbour, him will I destroy; him that hath a high look and a proud heart will I not suffer.
6Οι οφθαλμοι μου θελουσιν εισθαι επι τους πιστους της γης, δια να συγκατοικωσι μετ' εμου· ο περιπατων εν οδω αμωμω, ουτος θελει με υπηρετει.
6Mine eyes shall be upon the faithful of the land, that they may dwell with me; he that walketh in a perfect way, he shall serve me.
7Δεν θελει κατοικει εν μεσω του οικου μου ο εργαζομενος απατην· ο λαλων ψευδος δεν θελει στερεωθη εμπροσθεν των οφθαλμων μου.
7He that practiseth deceit shall not dwell within my house; he that speaketh falsehoods shall not subsist in my sight.
8Κατα πασαν πρωιαν θελω εξολοθρευει παντας τους ασεβεις της γης, δια να εκκοψω εκ της πολεως του Κυριου παντας τους εργατας της ανομιας.
8Every morning will I destroy all the wicked of the land: to cut off all workers of iniquity from the city of Jehovah.