1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Εως ποτε, Κυριε, θελεις με λησμονει διαπαντος; εως ποτε θελεις κρυπτει το προσωπον σου απ' εμου;
1{To the chief Musician. A Psalm of David.} How long, Jehovah, wilt thou forget me for ever? how long wilt thou hide thy face from me?
2Εως ποτε θελω εχει βουλας εν τη ψυχη μου, οδυνας καθ' ημεραν εν τη καρδια μου· εως ποτε θελει υψονεσθαι ο εχθρος μου επ' εμε;
2How long shall I take counsel in my soul, with sorrow in my heart daily? how long shall mine enemy be exalted over me?
3Επιβλεψον· εισακουσον μου, Κυριε ο Θεος μου· φωτισον τους οφθαλμους μου, μηποτε υπνωσω τον υπνον του θανατου·
3Consider, answer me, O Jehovah my God! lighten mine eyes, lest I sleep the [sleep of] death;
4Μηποτε ειπη ο εχθρος μου, Υπερισχυσα κατ' αυτου, και οι θλιβοντες με αγαλλιασθωσιν, εαν σαλευθω.
4Lest mine enemy say, I have prevailed against him! [lest] mine adversaries be joyful when I am moved.
5Αλλ' εγω ηλπισα επι το ελεος σου· η καρδια μου θελει αγαλλεσθαι εις την σωτηριαν σου.
5As for me, I have confided in thy loving-kindness; my heart shall be joyful in thy salvation.
6Θελω ψαλλει εις τον Κυριον, διοτι με αντημειψε.
6I will sing unto Jehovah, for he hath dealt bountifully with me.