1[] <<Μασχιλ του Δαβιδ· προσευχη οτε ητο εν τω σπηλαιω.>> Με την φωνην μου εκραξα προς τον Κυριον· με την φωνην μου προς τον Κυριον εδεηθην.
1{An instruction of David; when he was in the cave: a prayer.} I cry unto Jehovah with my voice: with my voice unto Jehovah do I make supplication.
2Θελω εκχεει ενωπιον αυτου την δεησιν μου· την θλιψιν μου ενωπιον αυτου θελω απαγγειλει.
2I pour out my plaint before him; I shew before him my trouble.
3Οτε το πνευμα μου ητο κατατεθλιμμενον εν εμοι, τοτε συ εγνωρισας την οδον μου. Παγιδα εκρυψαν δι' εμε εν τη οδω την οποιαν περιεπατουν.
3When my spirit was overwhelmed within me, then *thou* knewest my path. In the way wherein I walked have they hidden a snare for me.
4[] Εβλεπον εις τα δεξια και παρετηρουν, και δεν υπηρχεν ο γνωριζων με· καταφυγιον εχαθη απ' εμου, δεν υπηρχεν ο εκζητων την ψυχην μου.
4Look on the right hand and see; there is no man that knoweth me: refuge hath failed me; no man careth for my soul.
5Προς σε, Κυριε, εκραξα, και ειπα, συ εισαι η καταφυγη μου, η μερις μου εν γη ζωντων.
5I cried unto thee, Jehovah; I said, Thou art my refuge, my portion in the land of the living.
6Προσεξον εις την φωνην μου, διοτι ταλαιπωρουμαι σφοδρα· ελευθερωσον με εκ των καταδιωκοντων με, διοτι ειναι δυνατωτεροι μου.
6Attend unto my cry, for I am brought very low; deliver me from my persecutors, for they are stronger than I.
7Εξαγαγε εκ φυλακης την ψυχην μου, δια να δοξολογω το ονομα σου. Οι δικαιοι θελουσι με περικυκλωσει, οταν με ανταμειψης.
7Bring my soul out of prison, that I may celebrate thy name. The righteous shall surround me, because thou dealest bountifully with me.