1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Κυριε, εν τη δυναμει σου θελει ευφραινεσθαι ο βασιλευς· και ποσον θελει υπεραγαλλεσθαι εν τη σωτηρια σου.
1{To the chief Musician. A Psalm of David.} The king shall joy in thy strength, Jehovah; and in thy salvation how greatly shall he rejoice.
2Την επιθυμιαν της καρδιας αυτου εδωκας εις αυτον, και της αιτησεως των χειλεων αυτου δεν εστερησας αυτον. Διαψαλμα.
2Thou hast given him his heart's desire, and hast not withholden the request of his lips. Selah.
3Διοτι προεφθασας αυτον εν ευλογιαις αγαθοτητος· εθεσας επι την κεφαλην αυτου στεφανον εκ καθαρου χρυσιου.
3For thou hast met him with the blessings of goodness; thou hast set a crown of pure gold on his head.
4Ζωην σε εζητησε, και εδωκας εις αυτον μακροτητα ημερων εις αιωνα αιωνος.
4He asked life of thee; thou gavest [it] him, length of days for ever and ever.
5Μεγαλη η δοξα αυτου δια της σωτηριας σου· τιμην και μεγαλοπρεπειαν εθεσας επ' αυτον.
5His glory is great through thy salvation; majesty and splendour hast thou laid upon him.
6Διοτι εθεσας αυτον ευλογιαν εις τον αιωνα· υπερευφρανας αυτον δια του προσωπου σου.
6For thou hast made him to be blessings for ever; thou hast filled him with joy by thy countenance.
7[] Διοτι ο βασιλευς ελπιζει επι τον Κυριον, και δια του ελεους του Υψιστου δεν θελει σαλευθη.
7For the king confideth in Jehovah: and through the loving-kindness of the Most High he shall not be moved.
8Η χειρ σου θελει ευρει παντας τους εχθρους σου· η δεξια σου θελει ευρει τους μισουντας σε.
8Thy hand shall find out all thine enemies; thy right hand shall find out those that hate thee.
9Θελεις καμει αυτους ως καμινον πυρος εν τω καιρω της οργης σου· ο Κυριος θελει καταπιει αυτους εν τω θυμω αυτου· και πυρ θελει καταφαγει αυτους.
9Thou shalt make them as a fiery furnace in the time of thy presence; Jehovah shall swallow them up in his anger, and the fire shall devour them:
10Θελεις αφανισει απο της γης τον καρπον αυτων, και το σπερμα αυτων απο των υιων των ανθρωπων.
10Their fruit shalt thou destroy from the earth, and their seed from among the children of men.
11Διοτι εμηχανευθησαν κακα εναντιον σου· διελογισθησαν βουλην, αλλα δεν ισχυσαν.
11For they intended evil against thee; they imagined a mischievous device, which they could not execute.
12Δια τουτο θελεις καμει αυτους να τρεψωσι τα νωτα, οταν επι τας χορδας σου ετοιμασης τα βελη σου κατα του προσωπου αυτων.
12For thou wilt make them turn their back; thou wilt make ready thy bowstring against their face.
13Υψωθητι, Κυριε, εν τη δυναμει σου· θελομεν υμνει και ψαλμωδει την δυναμιν σου.
13Be thou exalted, Jehovah, in thine own strength: we will sing and celebrate thy power.