1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, επι Ιωναθ-ελεμ-ρεχοκιμ, Μικταμ του Δαβιδ, οποτε εκρατησαν αυτον οι Φιλισταιοι εν Γαθ.>> Ελεησον με, ω Θεε, διοτι ανθρωπος χασκει να με καταπιη· ολην την ημεραν πολεμων με καταθλιβει.
1{To the chief Musician. On Jonathelem-rechokim. Of David. Michtam; when the Philistines took him in Gath.} Be gracious unto me, O God; for man would swallow me up: all the day long fighting he oppresseth me.
2Οι εχθροι μου χασκουσιν ολην την ημεραν να με καταπιωσι· διοτι πολλοι ειναι, Υψιστε, οι πολεμουντες με.
2Mine enemies would swallow [me] up all the day long; for they are many that fight against me haughtily.
3Καθ' ην ημεραν φοβηθω, επι σε θελω ελπιζει·
3In the day that I am afraid, I will confide in thee.
4εν τω Θεω θελω αινεσει τον λογον αυτου· επι τον Θεον ηλπισα· δεν θελω φοβηθη· τι να μοι καμη σαρξ;
4In God will I praise his word, in God I put my confidence: I will not fear; what can flesh do unto me?
5Καθ' εκαστην μεταπλαττουσι τα λογια μου· παντες οι διαλογισμοι αυτων ειναι κατ' εμου εις κακον.
5All the day long they wrest my words; all their thoughts are against me for evil.
6Συναγονται, κρυπτονται, παραφυλαττουσι τα βηματα μου, πως να πιασωσι την ψυχην μου.
6They gather themselves together, they hide themselves; they mark my steps, because they wait for my soul.
7Θελουσι λυτρωθη δια της ανομιας; Θεε, εν τη οργη σου κατακρημνισον τους λαους.
7Shall they escape by iniquity? In anger cast down the peoples, O God.
8[] Συ αριθμεις τας αποπλανησεις μου· θες τα δακρυα μου εις την φιαλην σου· δεν ειναι ταυτα εν τω βιβλιω σου;
8*Thou* countest my wanderings; put my tears into thy bottle: are they not in thy book?
9Τοτε θελουσιν επιστρεψει οι εχθροι μου εις τα οπισω, καθ' ην ημεραν σε επικαλεσθω· εξευρω τουτο, διοτι ο Θεος ειναι υπερ εμου.
9Then shall mine enemies return backward in the day when I call: this I know, for God is for me.
10Εν τω Θεω θελω αινεσει τον λογον αυτου· εν τω Κυριω θελω αινεσει τον λογον αυτου.
10In God will I praise [his] word; in Jehovah will I praise [his] word.
11Επι τον Θεον ελπιζω· δεν θελω φοβηθη· τι να μοι καμη ανθρωπος;
11In God have I put my confidence: I will not fear; what can man do unto me?
12Επανω μου, Θεε, ειναι αι προς σε ευχαι μου· θελω σοι αποδιδει δοξολογιας.
12Thy vows are upon me, O God: I will render thanks unto thee.
13Διοτι ελυτρωσας την ψυχην μου εκ θανατου, ουχι και τους ποδας μου εξ ολισθηματος, δια να περιπατω ενωπιον του Θεου εν τω φωτι των ζωντων;
13For thou hast delivered my soul from death; [wilt thou] not [keep] my feet from falling, that I may walk before God in the light of the living?