1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, επι Αλ-τασχεθ, Μικταμ του Δαβιδ, οτε εστειλε ο Σαουλ, και παρεφυλαττον την οικιαν αυτου δια να θανατωσωσιν αυτον.>> Ελευθερωσον με εκ των εχθρων μου, Θεε μου· υπερασπισον με απο των επανισταμενων επ' εμε.
1{To the chief Musician. 'Destroy not.' Of David. Michtam; when Saul sent, and they watched the house to kill him.} Deliver me from mine enemies, O my God; secure me on high from them that rise up against me.
2Ελευθερωσον με απο των εργαζομενων την ανομιαν και σωσον με απο ανδρων αιματων.
2Deliver me from the workers of iniquity, and save me from men of blood.
3Διοτι, ιδου, ενεδρευουσι την ψυχην μου· δυνατοι συνηχθησαν κατ' εμου· ουχι, Κυριε, δια ανομιαν μου ουδε δια αμαρτιαν μου·
3For behold, they lie in wait for my soul; strong ones are gathered against me: not for my transgression, nor for my sin, O Jehovah.
4χωρις να υπαρχη εν εμοι ανομια, τρεχουσι και ετοιμαζονται. Εξεγερθητι εις συναντησιν μου και ιδε.
4They run and prepare themselves without [my] fault: awake to meet me, and behold.
5Συ λοιπον, Κυριε ο Θεος των δυναμεων, ο Θεος του Ισραηλ, εξυπνησον δια να επισκεφθης παντα τα εθνη. Μη ελεησης μηδενα εκ των δολιων παραβατων. Διαψαλμα.
5Yea, do thou, Jehovah, the God of hosts, the God of Israel, arise to visit all the nations: be not gracious to any plotters of iniquity. Selah.
6Επιστρεφουσι το εσπερας· υλακτουσιν ως κυνες και κυκλουσι την πολιν.
6They return in the evening; they howl like a dog, and go round about the city:
7Ιδου, αυτοι εκχεουσι λογους δια του στοματος αυτων· ρομφαιαι ειναι εις τα χειλη αυτων· επειδη λεγουσι, Τις ακουει;
7Behold, they belch out with their mouth; swords are in their lips: for who [say they] doth hear?
8[] Αλλα συ, Κυριε, θελεις γελασει επ' αυτους· θελεις μυκτηρισει παντα τα εθνη.
8But thou, Jehovah, wilt laugh at them; thou wilt have all the nations in derision.
9Εν τη δυναμει αυτων επι σε θελω ελπιζει· διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου.
9Their strength! ... I will take heed to thee; for God is my high fortress.
10Ο Θεος του ελεους μου θελει με προφθασει· ο Θεος θελει με καμει να ιδω την εκδικησιν επι τους παραφυλαττοντας με.
10God, whose loving-kindness will come to meet me, -- God shall let me see [my desire] upon mine enemies.
11Μη φονευσης αυτους, μηποτε λησμονηση αυτο ο λαος μου· διασκορπισον αυτους εν τη δυναμει σου και ταπεινωσον αυτους, Κυριε, η ασπις ημων.
11Slay them not, lest my people forget; by thy power make them wander, and bring them down, O Lord, our shield.
12Δια την αμαρτιαν του στοματος αυτων, δια τους λογους των χειλεων αυτων, ας πιασθωσιν εν τη υπερηφανια αυτων· και δια την καταραν και το ψευδος, τα οποια λαλουσι.
12[Because of] the sin of their mouth, the word of their lips, let them even be taken in their pride; and because of cursing and lying which they speak.
13Καταστρεψον αυτους, εν οργη καταστρεψον αυτους, ωστε να μη υπαρχωσι· και ας γνωρισωσιν οτι ο Θεος δεσποζει εν Ιακωβ, εως των περατων της γης. Διαψαλμα.
13Make an end in wrath, make an end, that they may be no more; that they may know that God ruleth in Jacob, unto the ends of the earth. Selah.
14Ας επιστρεφωσι λοιπον το εσπερας, ας υλακτωσιν ως κυνες και ας περικυκλωσι την πολιν.
14And in the evening they shall return, they shall howl like a dog, and go round about the city.
15Ας περιπλανωνται δια τροφην· και αν δεν χορτασθωσιν, ας γογγυζωσιν.
15They shall wander about for meat, and stay all night if they be not satisfied.
16Εγω δε θελω ψαλλει την δυναμιν σου, και το πρωι θελω υμνολογει εν αγαλλιασει το ελεος σου· διοτι εγεινες προπυργιον μου και καταφυγιον εν τη ημερα της θλιψεως μου.
16But as for me, I will sing of thy strength; yea, I will sing aloud of thy loving-kindness in the morning; for thou hast been to me a high fortress, and a refuge in the day of my trouble.
17Ω δυναμις μου, σε θελω ψαλμωδει· διοτι συ, Θεε, εισαι το προπυργιον μου, ο Θεος του ελεους μου.
17Unto thee, my strength, will I sing psalms; for God is my high fortress, the God of my mercy.