1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Ακουσον, Θεε, της φωνης μου εν τη δεησει μου· απο του φοβου του εχθρου φυλαξον την ζωην μου.
1{To the chief Musician. A Psalm of David.} Hear, O God, my voice in my plaint; preserve my life from fear of the enemy:
2Σκεπασον με απο συμβουλιου πονηρων, απο φρυαγματος εργαζομενων ανομιαν·
2Hide me from the secret counsel of evil-doers, from the tumultuous crowd of the workers of iniquity,
3οιτινες ακονωσιν ως ρομφαιαν την γλωσσαν αυτων· ετοιμαζουσιν ως βελη λογους πικρους,
3Who have sharpened their tongue like a sword, [and] have aimed their arrow, a bitter word;
4δια να τοξευωσι κρυφιως τον αμεμπτον· εξαιφνης τοξευουσιν αυτον και δεν φοβουνται.
4That they may shoot in secret at the perfect: suddenly do they shoot at him, and fear not.
5Στερεουνται επι πονηρου πραγματος· μελετωσι να κρυπτωσι παγιδας, λεγοντες, Τις θελει ιδει αυτους;
5They encourage themselves in an evil matter, they concert to hide snares; they say, Who will see them?
6Ανιχνευουσιν ανομιας· απεκαμον ανιχνευοντες επιμελως· εκαστου δε τα εντος και η καρδια ειναι βυθος.
6They devise iniquities: We have it ready, the plan is diligently sought out. And each one's inward [thought] and heart is deep.
7[] Αλλ' ο Θεος θελει τοξευσει αυτους· απο αιφνιδιου βελους θελουσιν εισθαι αι πληγαι αυτων.
7But God will shoot an arrow at them: suddenly are they wounded;
8Και οι λογοι της γλωσσης αυτων θελουσι πεσει επ' αυτου· θελουσι φευγει παντες οι βλεποντες αυτους.
8By their own tongue they are made to fall over one another: all that see them shall flee away.
9Και θελει φοβηθη πας ανθρωπος, και θελουσι διηγηθη το εργον του Θεου και εννοησει τας εργασιας αυτου.
9And all men shall fear, and shall declare God's doing; and they shall wisely consider his work.
10Ο δικαιος θελει ευφρανθη εις τον Κυριον και θελει ελπιζει επ' αυτον· και θελουσι καυχασθαι παντες οι ευθεις την καρδιαν.
10The righteous shall rejoice in Jehovah, and trust in him; and all the upright in heart shall glory.