1[] <<Εις τον πρωτον μουσικον, επι Σοσανιμ-εδουθ. Ψαλμος του Ασαφ.>> Ακροασθητι, ο ποιμαινων τον Ισραηλ, συ ο οδηγων ως ποιμνιον τον Ιωσηφ· ο καθημενος επι των χερουβειμ, εμφανισθητι.
1{To the chief Musician. On Shoshannim-Eduth. Of Asaph. A Psalm.} Give ear, O Shepherd of Israel, thou that leadest Joseph like a flock; thou that sittest [between] the cherubim, shine forth.
2Εμπροσθεν του Εφραιμ και του Βενιαμιν και του Μανασση διεγειρον την δυναμιν σου και ελθε εις σωτηριαν ημων.
2Before Ephraim and Benjamin and Manasseh, stir up thy strength, and come to our deliverance.
3Επιστρεψον ημας, Θεε, και επιλαμψον το προσωπον σου, και θελομεν λυτρωθη.
3O God, restore us; and cause thy face to shine, and we shall be saved.
4Κυριε Θεε των δυναμεων, εως ποτε θελεις οργιζεσθαι κατα της προσευχης του λαου σου;
4Jehovah, God of hosts, how long will thine anger smoke against the prayer of thy people?
5Τρεφεις αυτους με αρτον δακρυων και ποτιζεις αυτους αφθονως με δακρυα.
5Thou hast fed them with the bread of tears, and given them tears to drink in large measure:
6Εκαμες ημας εριδα εις τους γειτονας ημων· και οι εχθροι ημων γελωσι μεταξυ αλληλων.
6Thou hast made us a strife unto our neighbours, and our enemies mock among themselves.
7Επιστρεψον ημας, Θεε των δυναμεων, και επιλαμψον το προσωπον σου, και θελομεν λυτρωθη.
7Restore us, O God of hosts; and cause thy face to shine, and we shall be saved.
8[] Αμπελον εξ Αιγυπτου μετεκομισας· εξεδιωξας εθνη και εφυτευσας αυτην.
8Thou broughtest a vine out of Egypt; thou didst cast out the nations, and plant it:
9Ητοιμασας τοπον εμπροσθεν αυτης και βαθεως ερριζωσας αυτην· και εγεμισε την γην.
9Thou preparedst space before it, and it took deep root, and filled the land;
10Εσκεπασθησαν τα ορη υπο της σκιας αυτης, και αι αναδενδραδες αυτης ησαν ως αι υψηλαι κεδροι.
10The mountains were covered with its shadow, and the branches thereof were [like] cedars of ùGod;
11Εξετεινε τα κληματα αυτης εως θαλασσης και τους βλαστους αυτης εως του ποταμου.
11It sent out its boughs unto the sea, and its shoots unto the river.
12Δια τι εκρημνισας τους φραγμους αυτης, και τρυγωσιν αυτην παντες οι διαβαινοντες την οδον;
12Why hast thou broken down its fences, so that all who pass by the way do pluck it?
13Ερημονει αυτην ο αγριοχοιρος εκ του δασους, και το θηριον του αγρου νεμεται αυτην.
13The boar out of the forest doth waste it, and the beast of the field doth feed off it.
14Επιστρεψον, δεομεθα, Θεε των δυναμεων· επιβλεψον εξ ουρανου και ιδε, και επισκεψαι την αμπελον ταυτην,
14O God of hosts, return, we beseech thee; look down from the heavens, and behold, and visit this vine;
15και το φυτον, το οποιον εφυτευσεν η δεξια σου και τον βλαστον, τον οποιον εκραταιωσας εις σεαυτον.
15Even the stock which thy right hand hath planted, and the young plant thou madest strong for thyself.
16Εκαυθη εν πυρι· εκοπη· εχαθησαν απο επιτιμησεως του προσωπου σου.
16It is burned with fire, it is cut down; they perish at the rebuke of thy countenance.
17Ας ηναι η χειρ σου επι τον ανδρα της δεξιας σου· επι τον υιον του ανθρωπου, τον οποιον εκαμες δυνατον εις σεαυτον.
17Let thy hand be upon the man of thy right hand, upon the son of man whom thou hast made strong for thyself.
18Και ημεις δεν θελομεν εκκλινει απο σου· ζωοποιησον ημας, και το ονομα σου θελομεν επικαλεισθαι.
18So will we not go back from thee. Revive us, and we will call upon thy name.
19Επιστρεψον ημας, Κυριε Θεε των δυναμεων· επιλαμψον το προσωπον σου, και θελομεν λυτρωθη.
19Restore us, O Jehovah, God of hosts; cause thy face to shine, and we shall be saved.