1[] Δευτε, ας αγαλλιασθωμεν εις τον Κυριον· ας αλαλαξωμεν εις το φρουριον της σωτηριας ημων.
1Come, let us sing aloud to Jehovah, let us shout for joy to the rock of our salvation;
2Ας προφθασωμεν ενωπιον αυτου μετα δοξολογιας· εν ψαλμοις ας αλαλαξωμεν εις αυτον.
2Let us come before his face with thanksgiving; let us shout aloud unto him with psalms.
3Διοτι Θεος μεγας ειναι ο Κυριος, και Βασιλευς μεγας υπερ παντας τους θεους.
3For Jehovah is a great ùGod, and a great king above all gods.
4Διοτι εις αυτου την χειρα ειναι τα βαθη της γης· και τα υψη των ορεων ειναι αυτου.
4In his hand are the deep places of the earth; the heights of the mountains are his also:
5Διοτι αυτου ειναι η θαλασσα, και αυτος εκαμεν αυτην· και την ξηραν αι χειρες αυτου επλασαν.
5The sea is his, and he made it, and his hands formed the dry [land].
6Δευτε, ας προσκυνησωμεν και ας προσπεσωμεν· ας γονατισωμεν ενωπιον του Κυριου, του Ποιητου ημων.
6Come, let us worship and bow down; let us kneel before Jehovah our Maker.
7[] Διοτι αυτος ειναι ο Θεος ημων· και ημεις λαος της βοσκης αυτου και προβατα της χειρος αυτου. Σημερον εαν ακουσητε της φωνης αυτου,
7For he is our God; and we are the people of his pasture and the sheep of his hand. To-day if ye hear his voice,
8μη σκληρυνητε την καρδιαν σας, ως εν τω παροργισμω, ως εν τη ημερα του πειρασμου εν τη ερημω·
8Harden not your heart, as at Meribah, as [in] the day of Massah, in the wilderness;
9οπου οι πατερες σας με επειρασαν, με εδοκιμασαν και ειδον τα εργα μου.
9When your fathers tempted me, proved me, and saw my work.
10Τεσσαρακοντα ετη δυσηρεστηθην με την γενεαν εκεινην, και ειπα, ουτος ειναι λαος πεπλανημενος την καρδιαν, και αυτοι δεν εγνωρισαν τας οδους μου.
10Forty years was I grieved with the generation, and said, It is a people that do err in their heart, and they have not known my ways;
11Δια τουτο ωμοσα εν τη οργη μου, οτι εις την αναπαυσιν μου δεν θελουσιν εισελθει.
11So that I swore in mine anger, that they should not enter into my rest.