1[] Ηλθον εις τον κηπον μου, αδελφη μου, νυμφη· ετρυγησα την σμυρναν μου μετα των αρωματων μου· εφαγον την κηρηθραν μου μετα του μελιτος μου· επιον τον οινον μου μετα του γαλακτος μου· Φαγετε, φιλοι· πιετε, ναι, πιετε αφθονως, αγαπητοι.
1I am come into my garden, my sister, [my] spouse; I have gathered my myrrh with my spice; I have eaten my honeycomb with my honey; I have drunk my wine with my milk. Eat, O friends; drink, yea, drink abundantly, beloved ones!
2[] Εγω κοιμωμαι, αλλ' η καρδια μου αγρυπνει· φωνη του αγαπητου μου· κρουει· Ανοιξον μοι, αδελφη μου, αγαπητη μου, περιστερα μου, αμωμητε μου· διοτι η κεφαλη μου εγεμισεν απο δροσου, οι βοστρυχοι μου απο ψεκαδων της νυκτος.
2I slept, but my heart was awake. The voice of my beloved! he knocketh: Open to me, my sister, my love, my dove, mine undefiled; For my head is filled with dew, My locks with the drops of the night.
3Εξεδυθην τον χιτωνα μου· πως να ενδυθω αυτον; ενιψα τους ποδας μου· πως θελω μολυνει αυτους;
3-- I have put off my tunic, how should I put it on? I have washed my feet, how should I pollute them? --
4Ο αγαπητος μου εισηξε την χειρα αυτου δια της τρυπης της θυρας, και τα σπλαγχνα μου εταραχθησαν δι' αυτον.
4My beloved put in his hand by the hole [of the door]; And my bowels yearned for him.
5Εγω εσηκωθην δια να ανοιξω εις τον αγαπητον μου· και αι χειρες μου εσταζον σμυρναν, και οι δακτυλοι μου σμυρναν σταλακτην, επι τας λαβας του μοχλου.
5I rose up to open to my beloved; And my hands dropped with myrrh, And my fingers with liquid myrrh, Upon the handles of the lock.
6Εγω ηνοιξα εις τον αγαπητον μου· αλλ' ο αγαπητος μου εσυρθη, εφυγεν· η ψυχη μου ελιποθυμησεν εις τον λογον αυτου· εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον, εφωνησα αυτον και δεν μοι απεκριθη.
6I opened to my beloved; But my beloved had withdrawn himself; he was gone: My soul went forth when he spoke. I sought him, but I found him not; I called him, but he gave me no answer.
7Με ευρηκαν οι φυλακες οι περιερχομενοι την πολιν, με εκτυπησαν, με επληγωσαν· οι φυλακες των τειχων αφηρεσαν απ' εμου το ιματιον μου.
7The watchmen that went about the city found me; They smote me, they wounded me; The keepers of the walls took away my veil from me.
8Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, εαν ευρητε τον αγαπητον μου, Τι θελετε ειπει προς αυτον; Οτι ειμαι τετρωμενη υπο αγαπης.
8I charge you, daughters of Jerusalem, If ye find my beloved, ... What will ye tell him? -- That I am sick of love.
9[] Τι διαφερει αλλου αγαπητου ο αγαπητος σου, ω ωραια μεταξυ των γυναικων; τι διαφερει αλλου αγαπητου ο αγαπητος σου, και ωρκισας ημας ουτως;
9What is thy beloved more than [another] beloved, Thou fairest among women? What is thy beloved more than [another] beloved, That thou dost so charge us?
10Ο αγαπητος μου ειναι λευκος και ερυθρος, διακρινομενος μεταξυ μυριαδων·
10My beloved is white and ruddy, The chiefest among ten thousand.
11Η κεφαλη αυτου ειναι χρυσιον δεδοκιμασμενον, οι πλοκαμοι αυτου κλαδοι φοινικων, μελανες ως κοραξ·
11His head is [as] the finest gold; His locks are flowing, black as the raven;
12οι οφθαλμοι αυτου ως περιστερων επι των ρυακων των υδατων, λελουμενοι εν γαλακτι, καθημενοι ως λιθοι ενθεσεως·
12His eyes are like doves by the water-brooks, Washed with milk, fitly set;
13Αι σιαγονες αυτου ως πρασιαι αρωματων, ως αλωνια φυτων μυρεψικων· τα χειλη αυτου ως κρινα, σταζοντα σμυρναν σταλακτην·
13His cheeks are as a bed of spices, raised beds of sweet plants; His lips lilies, dropping liquid myrrh.
14Αι χειρες αυτου δακτυλιδια χρυσα, πεπληρωμενα με βηρυλλιον· η κοιλια αυτου ελεφαντινον τεχνουργημα, περικεκοσμημενον με σαπφειρους·
14His hands gold rings, set with the chrysolite; His belly is bright ivory, overlaid [with] sapphires;
15αι κνημαι αυτου στυλοι μαρμαρινοι, εστηριγμενοι επι βασεων καθαρου χρυσιου· το ειδος αυτου ως Λιβανος· εξοχος ως κεδροι.
15His legs, pillars of marble, set upon bases of fine gold: His bearing as Lebanon, excellent as the cedars;
16Ο ουρανισκος αυτου ειναι γλυκασμοι· και αυτος ολος επιθυμητος. Ουτος ειναι ο αγαπητος μου, και ουτος ο φιλος μου, θυγατερες Ιερουσαλημ.
16His mouth is most sweet: Yea, he is altogether lovely. This is my beloved, yea, this is my friend, O daughters of Jerusalem.