1[] Τοτε απεκριθη Ελιφας ο Θαιμανιτης και ειπεν·
1Ekparolis Elifaz, la Temanano, kaj diris:
2Επρεπε σοφος να προφερη στοχασμους ματαιους και να γεμιζη την κοιλιαν αυτου απο ανατολικου ανεμου;
2CXu sagxulo povas respondi per ventaj opinioj, Kaj plenigi sian ventron per sensencajxoj?
3Επρεπε να φιλονεικη δια λογων ματαιων και ομιλιων ανωφελων;
3Vi disputas per vortoj senutilaj, Kaj per paroloj, kiuj nenion helpas.
4Βεβαιως συ απορριπτεις τον φοβον και αποκλειεις την δεησιν ενωπιον του Θεου.
4Vi forigas la timon, Kaj senvalorigas pregxon antaux Dio.
5Διοτι το στομα σου αποδεικνυει την ανομιαν σου, και εξελεξας την γλωσσαν των πανουργων.
5CXar via malbonago instigas vian busxon, Kaj vi elektis stilon de maliculoj.
6Το στομα σου σε καταδικαζει, και ουχι εγω· και τα χειλη σου καταμαρτυρουσιν εναντιον σου.
6Vin kondamnas via busxo, ne mi; Kaj viaj lipoj atestas kontraux vi.
7Μη πρωτος ανθρωπος εγεννηθης; η προ των βουνων επλασθης;
7CXu vi naskigxis la unua homo? CXu vi estas kreita pli frue ol la altajxoj?
8Μηπως ηκουσας τας βουλας του Θεου; και εξηντλησας εις σεαυτον την σοφιαν;
8CXu vi auxdis la sekretan decidon de Dio, Kaj alkaptis al vi la sagxon?
9Τι εξευρεις, και δεν εξευρομεν; τι εννοεις, και δεν εννοουμεν;
9Kion vi scias tian, kion ni ne scias? Kion vi komprenas tian, kio al ni mankas?
10Υπαρχουσι και μεταξυ ημων πολιοι και γεροντες, γεροντοτεροι του πατρος σου.
10Inter ni estas grizuloj kaj maljunuloj, Kiuj vivis pli longe ol via patro.
11Αι παρηγοριαι του Θεου φαινονται μικρον πραγμα εις σε; η εχεις τι αποκρυφον εν σεαυτω;
11CXu tiel malmulte valoras por vi la konsoloj de Dio Kaj vorto kvieta?
12Δια τι σε αποπλανα η καρδια σου; και δια τι παραφερονται οι οφθαλμοι σου,
12Kial vin tiel levas via koro, Kaj kial tiel palpebrumas viaj okuloj,
13ωστε στρεφεις το πνευμα σου κατα του Θεου και αφινεις να εξερχωνται τοιουτοι λογοι εκ του στοματος σου;
13Ke vi direktas kontraux Dion vian koleron, Kaj elirigis el via busxo tiajn vortojn?
14Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε να ηναι καθαρος; και ο γεγεννημενος εκ γυναικος, ωστε να ηναι δικαιος;
14Kio estas homo, ke li povus esti pura Kaj ke naskito de virino povus esti prava?
15Ιδου, εις τους αγιους αυτου δεν εμπιστευεται· και οι ουρανοι δεν ειναι καθαροι εις τους οφθαλμους αυτου·
15Vidu, inter Liaj sanktuloj ne cxiuj estas fidindaj, Kaj la cxielo ne estas pura en Liaj okuloj:
16ποσω μαλλον βδελυρος και ακαθαρτος ειναι ο ανθρωπος, ο πινων ανομιαν ως υδωρ;
16Des pli homo, abomeninda kaj malbona, Kiu trinkas malbonagojn kiel akvon.
17[] Εγω θελω σε διδαξει· ακουσον μου· τουτο βεβαιως ειδον και θελω φανερωσει,
17Mi montros al vi, auxskultu min; Kaj kion mi vidis, tion mi rakontos,
18το οποιον οι σοφοι ανηγγειλαν παρα των πατερων αυτων, και δεν εκρυψαν·
18Kion sagxuloj diris kaj ne kasxis antaux siaj patroj,
19εις τους οποιους μονους εδοθη η γη, και ξενος δεν επερασε δια μεσου αυτων.
19Al kiuj, al ili solaj, estis donita la tero, Kaj fremdulo ne trairis meze de ili:
20Ο ασεβης βασανιζεται πασας τας ημερας, και αριθμητα ετη ειναι πεφυλαγμενα δια τον τυραννον.
20Dum sia tuta vivo malpiulo estas maltrankvila, Kaj la nombro de la jaroj de tirano estas kasxita antaux li;
21Ηχος φοβου ειναι εις τα ωτα αυτου· εν μεσω ειρηνης θελει επελθει επ' αυτον ο εξολοθρευτης.
21Teruroj sonas en liaj oreloj; Meze de paco venas sur lin rabisto.
22Δεν πιστευει οτι θελει επιστρεψει εκ του σκοτους, και περιμενει την μαχαιραν.
22Li ne esperas, ke li savigxos el mallumo; Kaj li sercxas cxirkauxe glavon.
23Περιπλαναται δια αρτον, και που; εξευρει οτι η ημερα του σκοτους ειναι ετοιμη πλησιον αυτου.
23Li vagadas, sercxante panon; Li scias, ke preta estas en lia mano la tago de mallumo.
24Θλιψις και στενοχωρια θελουσι καταπληττει αυτον· θελουσιν υπερισχυσει κατ' αυτου, ως βασιλευς εις μαχην παρεσκευασμενος·
24Teruras lin mizero kaj premateco, Venkobatas lin kiel regxo, pretigxinta por batalo;
25διοτι εξηπλωσε την χειρα αυτου κατα του Θεου και ηλαζονευθη κατα του Παντοδυναμου·
25Pro tio, ke li etendis sian manon kontraux Dion Kaj kontrauxstaris al la Plejpotenculo,
26ωρμησε κατ' αυτου με τραχηλον επηρμενον, με την πεπυκνωμενην ραχιν των ασπιδων αυτου·
26Kuris kontraux Lin kun fiera kolo, Kun dikaj dorsoj de siaj sxildoj.
27διοτι εσκεπασε το προσωπον αυτου με το παχος αυτου και υπερεπαχυνε τα πλευρα αυτου·
27Li kovris sian vizagxon per graso Kaj metis sebon sur siajn lumbojn.
28και κατωκησεν εις πολεις ερημους, εις οικους ακατοικητους, ετοιμους δια σωρους.
28Li logxas en urboj ruinigitaj, En domoj ne logxataj, Destinitaj esti sxtonamasoj.
29δεν θελει πλουτισθη, ουδε θελουσι διαμενει τα υπαρχοντα αυτου, ουδε θελει εκτανθη η αφθονια αυτων επι την γην.
29Li ne restos ricxa, lia bonstato ne tenigxos, Kaj lia havajxo ne disvastigxos sur la tero.
30Δεν θελει χωρισθη εκ του σκοτους· φλοξ θελει ξηρανει τους βλαστους αυτου, και με την πνοην του στοματος αυτου θελει απελθει.
30Li ne forklinigxos de mallumo; Flamo velksekigos liajn brancxojn, Kaj Li forigos lin per la blovo de Sia busxo.
31Ας μη πιστευση εις την ματαιοτητα ο ηπατημενος, διοτι ματαιοτης θελει εισθαι η αμοιβη αυτου.
31La erarinto ne fidu vantajxon, CXar vanta estos lia rekompenco.
32Προ του καιρου αυτου θελει φθαρη, και ο κλαδος αυτου δεν θελει πρασινισει.
32Antauxtempe li finigxos, Kaj lia brancxo ne estos verda.
33Θελει αποβαλει την αωρον σταφυλην αυτου ως η αμπελος, και θελει ριψει το ανθος αυτου ως η ελαια.
33Lia nematura bero estos desxirita, kiel cxe vinbertrunko; Kaj lia floro defalos, kiel cxe olivarbo.
34Διοτι η συναξις των υποκριτων θελει ερημωθη, και πυρ θελει καταφαγει τας σκηνας της δωροληψιας.
34CXar la anaro de la hipokrituloj senhomigxos; Kaj fajro ekstermos la tendojn de tiuj, kiuj prenas subacxeton.
35Συλλαμβανουσι πονηριαν και γεννωσι ματαιοτητα, και η καρδια αυτων μηχαναται δολον.
35Ili gravedigxis per malpiajxo kaj naskis pekon, Kaj ilia ventro pretigas malicajxon.