1[] Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους περι του οτι πρεπει παντοτε να προσευχωνται και να μη αποκαμνωσι,
1וגם משל דבר אליהם להתפלל תמיד ולא להתרפות׃
2λεγων· Κριτης τις ητο εν τινι πολει, οστις τον Θεον δεν εφοβειτο και ανθρωπον δεν εντρεπετο.
2ויאמר שופט היה בעיר אחת אשר לא ירא את האלהים ולא נשא פנים לאדם׃
3Ητο δε χηρα τις εν εκεινη τη πολει και ηρχετο προς αυτον, λεγουσα· Εκδικησον με απο του αντιδικου μου.
3ואלמנה היתה בעיר ההיא ותבא אליו לאמר דינה את דיני ממריבי׃
4Και μεχρι τινος δεν ηθελησε· μετα δε ταυτα ειπε καθ' εαυτον· Αν και τον Θεον δεν φοβωμαι και ανθρωπον δεν εντρεπωμαι,
4וימאן מיום אל יום ואחרי כן אמר בנפשו גם כי את האלהים אינני ירא ולאדם לא אשא פנים׃
5τουλαχιστον επειδη με ενοχλει η χηρα αυτη, ας εκδικησω αυτην, δια να μη ερχηται παντοτε και με βασανιζη.
5אעשה את דין האלמנה הזאת על הוגיעה אתי פן תבוא תמיד ותדכאני במלים׃
6Και ειπεν ο Κυριος· Ακουσατε τι λεγει ο αδικος κριτης·
6ויאמר האדון שמעו את אשר אמר דין העולה׃
7ο δε Θεος δεν θελει καμει την εκδικησιν των εκλεκτων αυτου των βοωντων προς αυτον ημεραν και νυκτα, αν και μακροθυμη δι' αυτους;
7והאלהים הלא הוא יעשה דין בחיריו הקראים אליו יומם ולילה גם כי יתמהמה להושיעם׃
8σας λεγω οτι θελει καμει την εκδικησιν αυτων ταχεως. Πλην ο Υιος του ανθρωπου, οταν ελθη, αρα γε θελει ευρει την πιστιν επι της γης;
8אני אמר לכם כי יעשה את דינם במהרה אך בן האדם בבאו הימצא אמונה בארץ׃
9[] Ειπε δε και προς τινας, τους θαρρουντας εις εαυτους οτι ειναι δικαιοι και καταφρονουντας τους λοιπους, την παραβολην ταυτην·
9ויוסף וישא משלו אל אנשים בטחים בנפשם כי צדיקים המה ואחרים נבזים בעיניהם ויאמר׃
10Ανθρωποι δυο ανεβησαν εις το ιερον δια να προσευχηθωσιν, ο εις Φαρισαιος και ο αλλος τελωνης.
10שני אנשים עלו אל המקדש להתפלל האחד פרוש והאחד מוכס׃
11Ο Φαρισαιος σταθεις προσηυχετο καθ' εαυτον ταυτα· Ευχαριστω σοι, Θεε, οτι δεν ειμαι καθως οι λοιποι ανθρωποι, αρπαγες, αδικοι, μοιχοι, η και καθως ουτος ο τελωνης·
11ויתיצב הפרוש לבדו ויתפלל לאמר אלהים אודך כי אינני כאשר האדם הגזלים והעשקים והנאפים או גם כמכס הזה׃
12νηστευω δις της εβδομαδος, αποδεκατιζω παντα οσα εχω.
12אני צם פעמים בשבוע אני מעשר את כל קניני׃
13Και ο τελωνης μακροθεν ισταμενος, δεν ηθελεν ουδε τους οφθαλμους να υψωση εις τον ουρανον, αλλ' ετυπτεν εις το στηθος αυτου, λεγων· Ο Θεος, ιλασθητι μοι τω αμαρτωλω.
13והמוכס היה עמד מרחוק ולא אבה אף לשאת את עיניו לשמים כי אם תופף על לבו לאמר אלהים סלח לי החוטא׃
14Σας λεγω, Κατεβη ουτος εις τον οικον αυτου δεδικαιωμενος μαλλον παρα εκεινος· διοτι πας ο υψων εαυτον θελει ταπεινωθη, ο δε ταπεινων εαυτον θελει υψωθη.
14אני אמר לכם כי ירד זה לביתו נצדק מזה כי כל המרים את נפשו ישפל ואשר ישפילה ירומם׃
15[] Εφερον δε προς αυτον και τα βρεφη, δια να εγγιζη αυτα· ιδοντες δε οι μαθηται, επεπληξαν αυτους.
15ויביאו אליו גם את הילדים למען יגע בהם ויראו התלמידים ויגערו בם׃
16Ο Ιησους ομως προσκαλεσας αυτα, ειπεν· Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα· διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου.
16ויקרא אתם ישוע אליו ויאמר הניחו לילדים לבוא אלי ואל תמנעום כי לאלה מלכות האלהים׃
17Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην.
17אמן אמר אני לכם כל אשר לא יקבל את מלכות האלהים כילד הוא לא יבא בה׃
18[] Και αρχων τις ηρωτησεν αυτον λεγων· Διδασκαλε αγαθε, τι να πραξω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον;
18וישאלהו קצין אחד לאמר רבי הטוב מה לי לעשות ואירש חיי עולמים׃
19Και ο Ιησους ειπε προς αυτον· Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις ο Θεος.
19ויאמר אליו ישוע מדוע קראת לי טוב אין טוב בלתי אחד האלהים׃
20Τας εντολας εξευρεις· Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου.
20את המצות אתה יודע לא תנאף לא תרצח לא תגנב לא תענה עד שקר כבד את אביך ואת אמך׃
21Ο δε ειπε· Ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου.
21ויאמר את כל אלה שמרתי מנעורי׃
22Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους, ειπε προς αυτον· Ετι εν σοι λειπει· παντα οσα εχεις πωλησον και διαμοιρασον εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι.
22וישמע ישוע ויאמר עוד אחת חסרת מכר את כל אשר לך וחלק לעניים ויהי לך אוצר בשמים ובוא ולך אחרי׃
23Ο δε ακουσας ταυτα εγεινε περιλυπος διοτι ητο πλουσιος σφοδρα.
23ויהי כשמעו את זאת ויעצב מאד כי עשר גדול היה לו׃
24Ιδων δε αυτον ο Ιησους περιλυπον γενομενον, ειπε· Πως δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα·
24וירא ישוע כי נעצב ויאמר כמה יקשה לבעלי נכסים לבוא אל מלכות האלהים׃
25διοτι ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπης βελονης, παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
25כי נקל לגמל עבר בתוך נקב המחט מבוא עשיר אל מלכות האלהים׃
26Ειπον δε οι ακουσαντες· Και τις δυναται να σωθη;
26ויאמרו השמעים ומי יוכל להושע׃
27Ο δε ειπε· Τα αδυνατα παρα ανθρωποις ειναι δυνατα παρα τω Θεω.
27ויאמר מה שיפלא מבני אדם לא יפלא מאלהים׃
28Ειπε δε ο Πετρος· Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν.
28ויאמר פטרוס הן אנחנו עזבנו את הכל ונלך אחריך׃
29Ο δε ειπε προς αυτους· Αληθως σας λεγω οτι δεν ειναι ουδεις, οστις αφηκεν οικιαν η γονεις η αδελφους η γυναικα η τεκνα ενεκεν της βασιλειας του Θεου,
29ויאמר אליהם אמן אמר אני לכם אין איש אשר עזב את ביתו או את אבותיו או את אחיו או את אשתו או את בניו למען מלכות האלהים׃
30οστις δεν θελει απολαυσει πολλαπλασια εν τω καιρω τουτω και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον.
30ולא יקח תחתיהם כפלים הרבה בעולם הזה ובעולם הבא חיי עולמים׃
31[] Παραλαβων δε τους δωδεκα, ειπε προς αυτους· Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και θελουσιν εκτελεσθη παντα τα γεγραμμενα δια των προφητων εις τον Υιον του ανθρωπου.
31ויקח אליו את שנים העשר ויאמר להם הננו עלים ירושלימה וימלא כל הכתוב בידי הנביאים על בן האדם׃
32Διοτι θελει παραδοθη εις τα εθνη και θελει εμπαιχθη και υβρισθη και εμπτυσθη,
32כי ימסר לגוים ויהתלו בו ויתעללו בו וירקו בפניו׃
33και μαστιγωσαντες θελουσι θανατωσει αυτον, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη.
33ואחרי הכותם אתו בשוטים ימיתוהו וביום השלישי קום יקום׃
34Και αυτοι δεν ενοησαν ουδεν εκ τουτων, και ητο ο λογος ουτος κεκρυμμενος απ' αυτων, και δεν ενοουν τα λεγομενα.
34והם לא הבינו מאומה ויהי הדבר הזה נעלם מהם ולא ידעו את הנאמר׃
35[] Οτε δε επλησιαζεν εις την Ιεριχω, τυφλος τις εκαθητο παρα την οδον ζητων·
35ויהי בקרבו אל יריחו והנה איש עור ישב על הדרך והוא משאל׃
36ακουσας δε οχλον διαβαινοντα, ηρωτα τι ειναι τουτο.
36וישמע את קול העם העבר וידרש לדעת מה זאת׃
37Απηγγειλαν δε προς αυτον οτι Ιησους ο Ναζωραιος διαβαινει.
37ויגידו לו כי ישוע הנצרי עובר׃
38Και εφωναξε λεγων· Ιησου, υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
38ויצעק לאמר ישוע בן דוד חנני׃
39Και οι προπορευομενοι επεπληττον αυτον δια να σιωπηση· αλλ' αυτος πολλω μαλλον εκραζεν· Υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
39וההלכים בראשנה גערו בו להחשתו והוא הרבה עוד לצעק ישוע בן דוד חנני׃
40Σταθεις δε ο Ιησους, προσεταξε να φερθη προς αυτον. Και αφου επλησιασεν, ηρωτησεν αυτον
40ויעמד ישוע ויצו להביאו אליו ויהי כאשר קרב וישאלהו לאמר׃
41λεγων· Τι θελεις να σοι καμω; Ο δε ειπε· Κυριε, να αναβλεψω.
41מה חפצך כי אעשה לך ויאמר אדני כי אראה׃
42Και ο Ιησους ειπε προς αυτον· Αναβλεψον· η πιστις σου σε εσωσε.
42ויאמר אליו ראה אמונתך הושיעה לך׃
43Και παρευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει αυτον δοξαζων τον Θεον· και πας ο λαος ιδων ηνεσε τον Θεον.
43ופתאם ראה וילך אחריו הלך ושבח את האלהים וכל העם בראותם זאת נתנו תודה לאלהים׃